PDA

Επιστροφή στο Forum : Mauretania (II)



TSS QUEEN ANNA MARIA
14-10-2015, 13:58
Η μεγάλη οικονομική κατάρρευση του 1929 που ξεκίνησε από την Αμερική και διαδόθηκε στην Ευρώπη δημιούργησε σοβαρές επιπτώσεις και στην διεθνή εμπορική ναυτιλία. Η βρετανική Cunard αναγκάστηκε, μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο που συνάντησε, να συγχωνευτεί το 1934 με τον μεγάλο αντίπαλό της την White Star για να μπορέσει να επιδοτηθεί από το αγγλικό κράτος για την ναυπήγηση νέων καραβιών. Πέρα από το ημιτελές Queen Mary που από το 1930 που ξεκίνησε η ναυπήγησή του οι εργασίες είχαν σταματήσει, μόλις το 1936 μπόρεσε να δώσει παραγγελία για νέα καράβια, πρώτα το 83.000 τόνων Queen Elizabeth στα ναυπηγεία John Brown & Co., και το 1937 ένα 35.000 τόνων η οποία δόθηκε στα ναυπηγεία Cammell, Laird & Co. Ltd στο Birkenhead της Αγγλίας. Ήταν το μεγαλύτερο καράβι που είχαν αναλάβει αγγλικά ναυπηγεία, γιατί μέχρι τότε όλα τα μεγαθήρια είχαν ναυπηγηθεί είτε στην Σκωτία ή στην Ιρλανδία, και στις 24 Μαίου του 1937 άρχισε η κατασκευή του. Η καθέλκυσή του έγινε στις 28 Ιουλίου του 1938 και πήρε το όνομα Mauretania (ΙΙ) σαν συνέχεια του ένδοξου υπερωκεανίου Mauretania του 1908 που είχε αποσυρθεί το 1935. Το νέο καράβι είχε χωρητικότητα 35.738 τόνους grt, μήκος 235 μέτρα και πλάτος 27, χωρητικότητα 1.360 επιβατών (440 Αʼ θέσης, 450 Βʼ θέσης και 470 Τουριστικής), πλήρωμα 800 ατόμων, έξι σετ ατμοστρόβιλων Parsons 42.000 ίππων που κινούσαν δύο έλικες με υπηρ. ταχύτητα 23 κόμβων (max 25,5). Το καράβι εξωτερικά είχε δύο τσιμινιέρες, δύο υψηλά κατάρτια στην πλώρη και την πρύμη με ενσωματωμένες τις μπίγες φόρτωσης των αμπαριών, μεγάλα ανοικτά καταστρώματα περιπάτου και τον χαρακτηριστικό ημικυκλικό καθρέπτη που στέγαζε το πλωριό πανοραμικό σαλόνι. Εσωτερικά είχε μεγάλο αριθμό σαλονιών, μπαρ, καπνιστηρίων όλα πλούσια διακοσμημένα με ξυλεία και ενσωματωμένους τάπητες στα διαχωριστικά, εστιατόρια για κάθε θέση, νοσοκομείο, καταστήματα, χώρο φύλαξης των παιδιών και ειδικό χώρο για τα κατοικίδια. Μέσα-έξω θύμιζε έντονα τον κατά πολύ μεγαλύτερο εξαδελφό του, το Queen Elizabeth, που κατασκευαζόταν την ίδια εποχή στην Σκωτία. Τον Μάιο του 1939 παραδόθηκε στην Cunard-White Star για να ξεκινήσει στις 17 Ιουνίου το παρθενικό του ταξίδι από το Λίβερπουλ προς την Ν. Υόρκη με ενδιάμεσο λιμάνι το Κομπ της Ιρλανδίας. Στην επιστροφή του κατέπλευσε με ενδιάμεσο λιμάνι του Χερβούργου στη Γαλλία στο Σαουθάμπτον αντί του Λίβερπουλ και παρά το νηολόγιο Λίβερπουλ, το τερματικό του λιμάνι παρέμεινε το Σαουθάμπτον και αρκετές φορές το Τίλμπουρι που ήταν κοντά στο Λονδίνο. Τον Αύγουστο έκανε και την πρώτη κρουαζιέρα του από την Ν. Υόρκη στις ακτές του Καναδά και την Βερμούδα. Μέσα σε δύο μήνες από το παρθενικό του ταξίδι κηρύχθηκε ο Βʼ παγκόσμιος πόλεμος ο οποίος βρήκε το καράβι εν πλω στον Ατλαντικό και διατάχθηκε να καταπλεύσει στο Σαουθάμπτον παρακάμπτοντας το Κομπ της Ιρλανδίας. Με τον κατάπλου του στις 3 Σεπτεμβρίου βάφτηκε στα γκρι του πολέμου, τοποθετήθηκαν βαρέα πυροβόλα όπλα στα ανοικτά καταστρώματα και απέπλευσε πάλι για την Ν. Υόρκη μεταφέροντας αμερικανούς υπηκόους από την Ευρώπη. Λόγω του φόβου βομβαρδισμού του στην Αγγλία παρέμεινε στην Ν. Υόρκη μέχρι τον Μάρτιο του 1940 που επιτάχθηκε από το Υπουργείο Πολεμικών Μεταφορών της Αγγλίας και απέπλευσε για να φτάσει μέσω Παναμά και Χαβάης στο Σύδνεϋ όπου ξηλώθηκαν όλα τα έπιπλα και διακοσμητικά και δημιουργήθηκαν κοιτώνες για 6.500 στρατιώτες. Επιπλέον ενισχύθηκαν τα αμυντικά οπλικά του συστήματα. Αρχικά, το καράβι μετέφερε αυστραλούς στρατιώτες και υλικό στο Σουέζ, την Ινδία και την Σιγκαπούρη και αργότερα εκτελούσε την μεταφορά καναδών και αμερικανών στρατιωτών στον Β. Ατλαντικό. Την περίοδο εκείνη ήταν πολλές φορές ασυνόδευτο από πολεμικά πλοία και κόντεψε σε πολλές περιπτώσεις να βυθιστεί από τορπίλες των γερμανικών υποβρυχίων, των περιβόητων U- Boats, που καραδοκούσαν κοντά στις ιρλανδικές και βρετανικές ακτές, αλλά με όπλο την ταχύτητά του και με ελιγμούς ζιγκ-ζαγκ κατόρθωνε να διαφύγει. Με την λήξη του πολέμου μετέφερε αρχικά βρετανούς στρατιώτες πίσω στην πατρίδα τους από την Ασία όπως και καναδούς στρατιώτες και στην συνέχεια μετέφερε επί το πλείστον υποψήφιες νύφες προς το Χάλιφαξ και από εκεί επαναπατριζόμενους γερμανούς αιχμάλωτους πολέμου πίσω στην Ευρώπη. Τον Σεπτέμβριο του 1946 επέστρεψε οριστικά στο Λίβερπουλ και αμέσως οδηγήθηκε στα ναυπηγεία που είχε κατασκευαστεί για την αποκατάστασή του σε επιβατηγό καράβι. Όλα τα έπιπλα και ο διάκοσμός που είχαν αποθηκευτεί στο Λίβερπουλ και το Σύδνεϋ, επανατοποθετήθηκαν όπως και όλοι οι εσωτερικοί του χώροι αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους διαρρύθμιση. Το Απρίλιο του 1947 έκανε το δεύτερο παρθενικό του ταξίδι για την Ν. Υόρκη από το Λίβερπουλ με επιστροφή στο Σαουθάμπτον για να ενισχύσει από εκεί το Queen Elizabeth στην υπερατλαντική γραμμή μιας και το Queen Mary δεν ήταν ακόμα έτοιμο μετά την μεταπολεμική του αποκατάσταση. Με την επιστροφή του Queen Mary, το καράβι είχε πλέον συμπληρωματικό ρόλο στην γραμμή και έκανε ταξίδια κάθε τρίτη εβδομάδα, ενώ άρχισε ενδιάμεσα να κάνει 14ήμερες κρουαζιέρες από την Ν. Υόρκη προς τις Δυτικές Ινδίες και την Καραϊβική. Στον ρόλο του αυτόν περιοριζόταν η χωρητικότητά του σε 750 επιβάτες μίας θέσης με την χρήση μόνο των καμπινών Αʼ θέσης και κάποιων της ενδιάμεσης Βʼ θέσης και από το 1948 απέκτησε εξωτερική πισίνα στο τελευταίο ανοικτό κατάστρωμα και τέσσερις μηχανοκίνητες λέμβους για τις εκδρομές. Το 1957 επέστρεψε πίσω στα ναυπηγεία Cammell Laird για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού απαραίτητου στα τροπικά κλίματα για να παραμείνει το καράβι ανταγωνιστικό στις κρουαζιέρες. Με την πτώση της επιβατικής κίνησης στον Ατλαντικό λόγω του γρήγορου και φθηνότερου αεροπλάνου, η Cunard ήδη από τα τέλη της δεκαετίας 50 είχε σημαντική μείωση στην πληρότητα των καραβιών της με μεγάλη μείωση των εσόδων και άρχισε να στρέφεται όλο και περισσότερο στην κρουαζιέρα. Τα καράβια της όμως, δεν ήταν κατάλληλα για τον ρόλο αυτόν επειδή είχαν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί αποκλειστικά για την μεταφορά επιβατών γραμμής στις αφιλόξενες συνθήκες του παγωμένου Β. Ατλαντικού χωρίς τις προαπαιτούμενες ανέσεις και προδιαγραφές κρουαζιέρας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 60 μεγάλο μέρους του στόλου της άρχισε να μετασκευάζεται για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αγορά της κρουαζιέρας με την διεύρυνση και την ενσωμάτωση WC/ντους στις καμπίνες Τουριστικής θέσης, δημιουργία εξωτερικής πισίνας και χώρων ηλιοθεραπείας στα ανοικτά καταστρώματα όπως και την αλλαγή του εσωτερικού διακόσμου που ήταν πολύ αυστηρός και παλαιάς μόδας για τις χαλαρότερες συνθήκες κρουαζιέρας. Το Mauretania αποφασίστηκε να συνοδέψει το μεταγενέστερο κονταδελφό του Caronia στις κρουαζιέρες και το 1962 δεξαμενίστηκε στο Σαουθάμπτον όπου βάφτηκε με την ίδια φορεσιά κρουαζιέρας ανοικτού πράσινου χρώματος τεσσάρων τόνων που είχε υιοθετήσει η Cunard για το Caronia, με νέα μειωμένη σύνθεση 1.127 επιβατών χωρίς να υιοθετηθεί μία ενιαία θέση (νέα σύνθεση 406 Αʼ θέση, 364 Ενδιάμεση και 357 Τουριστική). Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου έκανε κρουαζιέρες στην Καραϊβική από την Νέα Υόρκη αλλά τους καλοκαιρινούς μήνες έκανε και μερικά ταξίδια γραμμής προς Σαουθάμπτον. Τον Αύγουστο του 1962 η Cunard πειραματίστηκε εγκαινιάζοντας μία νέα υπερατλαντική γραμμή που θα ξεκινούσε το 1963 από μεσογειακά λιμάνια με αφετηρία την Νάπολη και μέσω Γένοβας και Καννών θα κατέληγε στην Νέα Υόρκη. Μετά από μερικές πολυήμερες κρουαζιέρες 40 και πλέον ημερών στην Μεσόγειο, τον Μάρτιο του 1963 ξεκίνησε η νέα γραμμή για να ανακαλύψει γρήγορα η Cunard ότι η επιδότηση των ιταλικών και αμερικάνικων καραβιών της ίδιας γραμμής απέτρεπε τους μετανάστες από το να επιλέξουν το Mauretania με αποτέλεσμα η πληρότητά του να μην ξεπερνά το 14%. Το φθινόπωρο διακόπηκε η λειτουργία της γραμμής και το καράβι μετά από δεξαμενισμό και ανακαίνιση ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1964 πολυήμερες κρουαζιέρες από το Σαουθάμπτον στα νησιά του Ατλαντικό και τα Κανάρια, την Μεσόγειο και στην συνέχεια πάλι στην Καραϊβική από Νέα Υόρκη. Το καλοκαίρι του 1964 επέστρεψε στην γραμμή Σαουθάμπτον- Νέας Υόρκης με πολύ χαμηλές πληρότητες που δεν ξεπερνούσαν το 50% και εν μέσω οικονομικών δυσχερειών της εταιρίας του τον Φεβρουάριο του 1965 ανακοινώθηκε η απόσυρσή του τον Νοέμβριο. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1965 το Mauretania απέπλευσε για τελευταία φορά από την Ν. Υόρκη για μία κρουαζιέρα 61 ημερών με 31 λιμάνια. Στις 4 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε η πώλησή του για διάλυση και στις 10 Νοεμβρίου έφτασε στο Σαουθάμπτον όπου αφαιρέθηκε μεγάλο μέρος του εξοπλισμού και των επίπλων για να καταπλεύσει στην συνέχεια στα διαλυτήρια Ward στο Inverkeithing της Σκωτίας όπου ξεκίνησε η διάλυσή του στις 23 Νοεμβρίου μέχρι τον Μάρτιο του 1966 που ολοκληρώθηκε.

Ο πρώτος κατάπλους του Mauretania στο Tilbury (Λονδίνο) τον Αύγουστο του 1939
169978

Ντυμένο στα γκρι για τον πολεμικό του ρόλο μεταφοράς στρατιωτών
169979

Με την γνώριμη ασπρόμαυρη φορεσιά του στο λιμάνι της Νέας Υόρκης
169980

Με την πράσινη φορεσιά κρουαζιέρας το 1964 στην δύση της ζωής του
169981

Πηγή φωτογραφιών shipsnostalgia.com