Ο Καβαφικός -Καββαδιόπληκτος Οδυσσέας..
Ο καθένας από εμάς κρύβει βαθιά μέσα του έναν Οδυσσέα.
Έναν Οδυσσέα που τριγυρνάει από θάλασσα σε θάλασσα
ψάχνοντας απεγνωσμένα για την Ιθάκη του.
Το ταξίδι μακρύ και η διαδρομή επιφυλάσσει πολλά.
Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να περάσεις μέσα από συμπληγλάδες,
να αλυσοδεθείς στο κατάρτι εάν θες να ακούσεις τις Σειρήνες,
να δεις συντρόφους σου να χάνονται.
Πρέπει να περάσεις ακόμα και μέσα από τα νερά της Στυγός,
εκεί όπου οι ψυχές θρηνούνε το σώμα που αποχωριστήκανε.
Θρηνούνε γιατί αυτές ταξιδεύουνε ελέυθερες τώρα πια
όμως το σώμα τους είναι καταδικασμένο να σαπίζει
μέσα σε ξύλινο κιβούρι στον απάνω κόσμο.
Το σώμα ότι και να γίνει δεν περνάει αντίκρα,
η ψυχή των ανθρώπων είναι που πεθαίνει
-έτσι είπε η μάγισσα.
Ο δικός μου Οδυσσέας παρέμεινε τώρα με τις σκιές
που λέγονται πικραμένη μάνα, που λέγονται καρτερική αγάπη
ή ακόμα λέγονται και Νίκος Καββαδίας
-κάποιος πλανεμένος από τη θάλασσα ασυρματιστής
που μαζί του έπαιξε το ύπουλο παιχνίδι της
η μαϊμού που είχε αγοράσει από ένα αράπη.
Ω! Πόσο το πονηρό της βλέμμα,
πόσο η ύπουλη της καρδιά έμοιαζε με αυτή των γυναικών!
Θέλεις το πιστέυεις -θέλεις όχι- ο Οδυσσέας μου κλάιει.
Τρυπώνει στα πορνεία, βαδίζει σε σκοτεινά αλήτικα σοκάκια,
αγοράζει μυστήριες πίπες που καπνίζοντας τις,
βλέπεις να ορθόνωνται μπρος στα μάτια σου παράξενες σκιές,
αγοράζει ακόμα μαχαίρια ζωσμένα σε μύθους και κλαίει.
Τον βρήκα τις προάλλες μονάχο στην πλώρη να κλαίει
όταν αναγκάστηκε να πνίξει μια λυσσασμένη γάτα,
χθες πάλι τον βρήκα να κλαίει στα βράχια
αποχαιρετώντας ένα μοναχικό μαραμπού
με το οποίο είχε δεθεί όμως έπρεπε να το αποχαιρετήσει
καθώς το καράβι του θα κινούσε για το επόμενο ταξίδι.
Κλαίει! Κι αγαπά σε τούτο τον κόσμο ό,τι κλαίει γιατί μοιάζει μ' αυτόν!
Έκλαψε πάλι σήμερα όταν, σύμφωνα με τις οδηγίες του καπετάνιου,
χρειάστηκε να πετάξουν στο κύμα κάποιον από το πλήρωμα
που είχε καρφώσει στα στήθια του ένα μαχαίρι
θέλωντας να σωθεί από τα φαντάσματα που τον κυνηγούσαν.
Αποκομένος τραβάει προς τα καπηλεία και πίνει.
Πίνει και μεθώντας κλάει.
Αλήθεια τι έγιναν σήμερα τα καπηλεία?
Που τραβάνε οι άνθρωποι σαν θέλουνε να μεθύσουνε?
Μεθάνε? Ίσως και όχι -συμβουλή γιατρού βλέπεις.
Μα εγώ δεν θέλω καμιά συνταγή απο κανένα γιατρό.
Δεν με νοιάζει το καλό μου. Καπνίζω, μεθάω, παραφέρομαι.
Χειμώνα -καλοκαίρι βουτάω στη θάλασσα
αφήνωντας την να αγκαλιάζει το σώμα μου με αλμυρό νερό,
το οποίο έπειτα το μεταλαμβάνει ωσάν αγιάσμα
το δικό μου ναυτάκι του γλυκού νερού.
Μα σαν μένω μονάχη κλαίω. Όπως κι ο Οδυσσέας.
Μεθάμε δεν μεθάμε, κλαίμε.
Kι αγαπάμε σε τούτο τον κόσμο ό,τι κλαίει γιατί μοιάζει με εμάς!
Κι ενώ οι άλλοι κλαίνε και γκρεμίζονται απ' την οροφή
ή κόβουνε τις φλέβες τους με γυαλιστερές λεπίδες,
εμείς κλαίμε και ε(λ)πιζούμε.
Μαζί μας και του Κολόμβου οι πέντε κόλασμένοι,
ο πλοίαρχος Φλέτσερ, ο πιλότος Νάγκελ,
ο νέγρος θερμαστής από το Τζιπουτί
και όλοι οι πνιγμένοι όπου ποτέ δεν θα βρεθεί το κύμα
που θα τους ξεράσει στην ακτή..
Ταξιδέυουμε και δεν μας νοιάζει πλέον η Ιθάκη.
Δεν βιαζόμαστε καθόλου να φτάσουμε εκεί.
Ξέρουμε ότι το φθάσιμο είναι ο προορισμός μας.
Όμως προσδωκούμε να κρατήσει χρόνια πολλά αυτό το ταξίδι
και γερασμένοι πια να ξαποστάσουμε στη γη της.
Πλούσιοι με όσα κερδίσαμε στον δρόμο,
χωρίς να περιμένουμε να μας δώσει πλούτη η Ιθάκη..
Η Ιθάκη μας έδωσε το ωραίο ταξίδι!
Χωρίς αυτήν δεν θα βγαίναμε στον δρόμο.
Εμπνευσμένο από και αφιερωμένο στον Ν.Κ.
Χριστίνα Αρχόντους