«Μήνες ολόκληρους προσπαθούσε να βρεί θέση πλοιάρχου, στα φορτηγά, δίχως να το καταφέρνει. Και μόνο την άνοιξη του 40, μπόρεσε να διοριστεί πρώτος πλοίαρχος στο « Ιωάννα », του Μποδοσάκη. Ήταν βαπόρι μικρό και παλιό, πού του είχαν όμως κάνει ριζική μετασκευή και βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Ο πρώτος ναύλος πού κλείστηκε ήταν φορτίο κρομμυδιών, από την Αλεξάντρεια στην Αγγλία.»
Το «Ιωάννα» φορτώνει στην Αλεξάνδρεια και σαλπάρει με προορισμό το Γιβραλτάρ, όπου θα σχηματισθεί νηοπομπή για να βγούν στον Ατλαντικό. Πριν φθάσουν στο Γιβραλτάρ το πλοίο παρουσίασε μια μικρή κλίση, αλλά δεν ήταν σημαντική και εξάλλου δεν υπήρχε χρόνος για επισκευή. Η νηοπομπή δεν μπορούσε να περιμένει. Ξεκινούν, λοιπόν, πάντα με την μικρή κλίση, η οποία, όμως, άρχισε να μεγαλώνει και η «Ιωάννα» έχανε ταχύτητα και έμεινε πίσω.
«Δεν ξέρει κι αυτός τι να υποθέσει. Το μπατάρισμα όμως είναι τόσο μεγάλο, πού η « Ιωάννα » χάνει ταχύτητα μένει πίσω.
Ο Εγγλέζος κομμοδόρος ανησυχεί.
— Διατί αργοπορείτε ; κάνει σήμα.
— Έχω βλάβη, αποκρίνεται ο Λάσκος.
—Είναι αδύνατο να σας περιμένουμε. Θα συνεχίσετε μόνοι σας.»
Η νηοπομπή απομακρύνεται και η «Ιωάννα» συνεχίζει μόνη της, μια μπατάροντας μια όχι, μέχρι που επισκευάσθηκε, κάπως, η βλάβη. Η νηοπομπή, όμως, ήταν, ήδη, μακριά και η «Ιωάννα» μόνη και ανυπεράσπιστη στον Ατλαντικό.
«Το απομεσήμερο της ίδιας ημέρας, η « Ιωάννα » βρισκόταν στ' ανοιχτά του Βίγκο. Όμορφος καιρός, ουρανός ξάστερος, θάλασσα λάδι.
Γύρω απ το βαπόρι, χιλιάδες δελφίνια έπλεγαν, έπαιζαν, ανέβαιναν στον αφρό, ξαναβουτούσαν στα βύθη. Όσοι από το πλήρωμα δεν είχαν βάρδια, ανέβηκαν στην κουβέρτα, να ιδούν το θέαμα. Έξαφνα, ακούγεται μια φωνή :
— Για κοίτα, καπετάν Βασίλη! Τι είναι αυτό το πράμα, εκεί, στη θάλασσα ;
Ο Βασίλης κοιτάει « αυτό το πράμα », πού είναι περισκόπιο υποβρυχίου, ως εκατό μέτρα αριστερά από την «Ιωάννα ».
— Το σταυρό του ! μουρμουρίζει. Αυτό μας έλειπε τώρα...
Δεν πρόφταξε ν' αποτελειώσει το λόγο του. Και το υποβρύχιο πετάγεται με μιάς στην επιφάνεια. Ανοίγει ή κάθοδος του πυργίσκου, απ όπου οι ναύτες χιμούν στο κανόνι, το γυρίζουν κατά την « Ιωάννα », το γεμίζουν, σκοπεύουν.
— Βρε Μοναστηριώτη! ουρλιάζει ο Λάσκος στο τηλέφωνο της μηχανής. Άνοιξε όλα τα κλειδιά σου! Πάση δυνάμει, η μηχανή!
Νόμισε για μια στιγμή, πώς ή « Ιωάννα », πού ήταν γρήγορο βαπόρι, θα μπορούσε να ξεφύγει του Γερμανού. Μα έκανε το λογαριασμό σύμφωνα με τα παλιά υποβρύχια - τα δικά μας - πού δεν έκοβαν πάνω από δώδεκα μίλια. Τα καινούργια όμως ήσαν πολύ ταχύτερα...
Ο Γερμανός, βλέποντας την « Ιωάννα » να προσπαθεί να το σκάσει, την αρχίζει στις κανονιές. Ευτυχώς πού σκοπεύει άσχημα, κι οι οβίδες πέφτουν ολόγυρα απ’ το βαπόρι. Κάποια όμως, θα το πετύχει, στο τέλος. Ό Λάσκος καταλαβαίνει πώς δεν υπάρχει ελπίδα να ξεφύγει. Έξαλλου οι ναύτες έχουν πανικοβληθεί. Τρέχουν πέρα - δώθε, φωνάζουν μπαίνουν στις βάρκες, δεν ξέρουν τι κάνουν.
Χτυπάει, λοιπόν, στοπ στον τηλέγραφο. Και κατεβαίνει από τη γέφυρα στην κουβέρτα, να βάλει τάξη στο τρομοκρατημένο πλήρωμα.
— Έξω από τις βάρκες! φωνάζει. Τι κάνετε έτσι ; Δεν βλέπετε πώς το υποβρύχιο είναι γαλλικό ;
Τους είπε αυτό το ψέμα για να τους ησυχάσει. Κι όλοι το πίστεψαν. Πάνω στην ταραχή τους, δεν είδαν τη σβάστικα ζωγραφισμένη στον πυργίσκο του Γερμανού...
Έφτασε μονάχη η φωνή του καπετάνιου, για να συνέρθει το πλήρωμα. Με μιάς, σταμάτησε η φασαρία. Όλοι σιωπηλοί, πειθαρχικοί, βγήκαν από τις βάρκες και παρατάχθηκαν στο κατάστρωμα, περιμένοντας διαταγές.
Ο Λάσκος, νόμισε πώς από τη στιγμή πού η « Ιωάννα » έκανε κράτει, ο Γερμανός θα σταματούσε το κανονίδι. Μα αυτός, ξακολουθούσε να βαράει, δίχως ευτυχώς να πετυχαίνει το στόχο. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, παρά να εγκαταλειφθεί η « Ιωάννα », το γρηγορώτερο.
— Κατεβάστε τις βάρκες στη θάλασσα! προστάζει ο Λάσκος.
Ο ηρωισμός γίνεται με τάξη και ψυχραιμία. Αλλά κι ο Γερμανός, βλέποντας πώς το πλήρωμα ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το πλοίο, σταματάει το κανονίδι.
Οι δυο μεγάλες βάρκες και το βαρκάκι ακουμπούν μαλακά στη θάλασσα.
— Εμπρός! διατάζει ο Λάσκος. Κατεβήτε στις βάρκες. Οι μισοί στη μια κι οι μισοί στην άλλη. Πάρτε όσα ρούχα μπορείτε μαζί σας. Και κουβέρτες. Πάρτε νερό, γαλέτα και κορν - μπήφ.
Τα πάντα γίνονται γρήγορα, αλλά με τάξη. Οι ναύτες κατεβαίνουν στις βάρκες. Καθένας παίρνει τη θέση του. Στο αναμεταξύ, το υποβρύχιο έχει πλησιάσει. Κι ο κυβερνήτης του φωνάζει, εγγλέζικα, με το χωνί :
— Να έρθει ο πλοίαρχος στο υποβρύχιο!
Χιτλερική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Ο Βασίλης μπαίνει στο βαρκάκι, μαζί με δυο ναύτες, και πλευρίζει στο υποβρύχιο.
— Ανεβήτε απάνω, του λέει ο κυβερνήτης.
Πόσα χρόνια είχε, ο Βασίλης Λάσκος, να πατήσει σε υποβρύχιο ! Πάνω από πέντε, από τότε πού παράτησε το « Νηρέα » στη Σούδα, για να φύγει με τον « Αβέρωφ ». Στα πέντε αυτά χρόνια, δεν έχασε ποτέ την ελπίδα πώς κάποτε πάλι θα ξαναμπάρκαρε σε υποβρύχιο. Όχι όμως έτσι. Κι όχι σε τέτοιο υποβρύχιο...
— Που πηγαίνετε, τον ρωτάει ο κυβερνήτης, ένας νεαρός ομορφάντρας με ξανθή γενειάδα.
— Στην Αγγλία.
— Τι φορτίο έχετε ;
— Κρομμύδια.
— Γνωρίζετε ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Αγγλία; Πώς την έχουμε κηρύξει σε αποκλεισμό ;
— Το γνωρίζω. Αλλά δεν μ' ενδιαφέρει. Εγώ είμαι ουδέτερος. Και πηγαίνω όπου θέλω!
— Είσαστε πολύ τολμηρός, κύριε πλοίαρχε!
— Έτσι είμαστ' εμείς, οι αξιωματικοί των υποβρυχίων.
— Των υποβρυχίων ; ρωτάει ο Γερμανός μ' απορία. Τι θέλετε να πήτε ;
— Επιτρέψτε μου να σας παρουσιασθώ : Βασίλειος Λάσκος, απότακτος πλωτάρχης του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Τέως κυβερνήτης υποβρυχίου.
Ο Γερμανός ξαφνιάζεται ευχάριστα, ήταν η αρχή του πολέμου. Και δεν είχαν ακόμα απογουρουνοποιηθεί.
— Χαίρω πολύ, αγαπητέ μου συνάδελφε, λέει στο Λάσκο σφίγγοντας του το χέρι. Ειλικρινά χαίρω πολύ πού σας συναντώ. Αλλά λυπάμαι πού είμαι αναγκασμένος να βυθίσω το πλοίο σας. Έχω διαταγές. Τι θα κάνατε και σεις στη θέση μου ;
— Δεν υπάρχει λόγος να δικαιολογείσθε, αγαπητέ μου ! Το καθήκον σας κάνετε. Σας καταλαβαίνω...
— Ευχαριστώ. Επιτρέψτε όμως να σας εξυπηρετήσω, όσο μπορώ. Έχετε τρόφιμα και νερό στις βάρκες ; Αν δεν έχετε, είμαι πρόθυμος. . .
— Παρακαλώ! Μην ενοχλείσθε. Έχω ό,τι μου χρειάζεται. Μόνο θα σας παρακαλέσω να δεχθήτε αυτά τα λίγα ελληνικά τσιγάρα...
— Ω! Είσαστε πολύ καλός. Τρελαίνουμαι για ελληνικά τσιγάρα. Αλλ' ας μην αργοπορούμε. Ξέρετε ακριβώς το στίγμα που βρισκόμαστε;
— Χμ.. . Ακριβώς όχι, αλλά περίπου. . .
— θα σας το πω εγώ. Βρισκόμαστε 182 μίλια δυτικά από το Βίγκο της Ισπανίας. Έχετε πυξίδα, βέβαια, θ' ακολουθήστε πορεία προς ανατολάς ακριβώς. Με θάλασσα καλή και κουπί γερό, δεν θα κάνετε πάνω από τρεις μέρες να φτάσετε. Αλλά με συγχωρείτε ! Τι κάθουμαι και σας λέω, κύριε πλωτάρχα ! Εσείς είσαστε πολύ πιο έμπειρος από μένα. Και τώρα, πρέπει να χωριστούμε. Απομακρύνατε τις βάρκες από το πλοίο σας, όσο μπορείτε πιο γρήγορα.
—Δεν θα παραλείψω. Και χίλια ευχαριστώ.
Ο Λάσκος σφίγγει το χέρι του Γερμανού. Πηδάει στο βαρκάκι κι απομακρύνεται.
— I hope to meet you again ! του φωνάζει ο Γερμανός απ’ τον πυργίσκο.
— Of course ! In Berlin !
Όπως βλέπετε, ο Βασίλης Λάσκος προεξόφλησε τον ελληνογερμανικό πόλεμο και την ελληνική νίκη, από την πρώτη Ιουνίου 1940, ημέρα Σάββατο. Την ώρα πού ή Γαλλία ψυχορραγούσε. Και πού ο Τσώρτσιλ συλλογιζόταν που θα μεταφέρει την κυβέρνηση του σε περίπτωση πού οι Γερμανοί θα κατελάμβαναν την Αγγλία...
Με πεντέξι κανονιές στην ίσαλο, το υποβρύχιο βούλιαξε την « Ιωάννα ». Ο Βασίλης παρακολούθησε με συγκίνηση την αγωνία του βαποριού του. Εκείνο όμως πού τον τάραξε, ήταν ότι δεν μπόρεσε -δεν του επέτρεπαν οι περιστάσεις - να γλιτώσει από το θάνατο το σκύλο, τη γάτα και το καναρίνι του καραβιού. Είδε τα τρία ζωάκια να βουλιάζουν με το καράβι. Και σπάραξε ή καρδιά του. Στο διάστημα αυτό, ο Γερμανός είχε καταδυθεί. Οι τρεις βάρκες έμειναν ολομόναχες στην απέραντη θάλασσα, ανάμεσα στα κρομμύδια πού ξεχύθηκαν από τα ξεκοιλιασμένα σπλάχνα της «Ιωάννας ».
πηγή