Τα Χριστούγενα σιμώνουν, χρόνια πολλά στους εορτάζοντες και σε όλους!
Επ΄ ευκαιρία της εορταστικής περιόδου των χριστουγένων, ας θυμηθούμε και ένα κείμενο του αείμνηστου Φώτη Κόντογλου γραμμένο κάτι παραπάνω από μισόν αίωνα πίσω ....

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
και τα αγνά έθιμά μας
(του Φώτη Κόντογλου )
Τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κ' άλλες μεγάλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους κι όσους έχουνε αρρώστους, οι περισσότεροι πικραμένοι είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακοναρέοι. Πολλοί απ' αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε λίγη χαρά στα παιδιά τους και στ' άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ' αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους, κι' αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.
Ίσα ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θάπρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, "να περιπτυχθώσιν αλλήλους", ίσια ίσια αυτές τις μέρες αποξενώνουνται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα ολότελα ξένα τόνα στάλλο, σχεδόν εχθρικά. Από τη μιά μεριά είναι οι ευτυχισμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι δυστυχισμένοι κ' οι παραπεταμένοι. Ανάμεσα τους "χάσμα μέγα εστήρικται" κατά τις γιορτές. Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δύο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι' όσοι έχουνε τον τρόπο τους κάνουνε, αλλοίμονο! το πάν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τ' αγαθά τους στους λιμασμένους. Κι' αυτό γίνεται στόνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στο παχνί! Για τη γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε οι φτωχοί σαν και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτωχεία του για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να νοιώσει κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό του; Μοναχά ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώση τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να επιδείξει στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία, αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ' όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, στα χρόνια μας, ενώ ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι' αυτό ένα από τα ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα κέντρα! Στην Ανατολή είχανε τα ζεμπίλια, που ήτανε πλεχτά από ψάθα, κι' ό,τι έβαζε μέσα κανένας δεν φαινότανε. Γι' αυτό παίζοντας οι Τουρκομερίτες, λέγανε πώς η λέξη "ζεμπίλ" βγήκε από τα λόγια "σεν μπίλ", πού θα πεί "εσύ να ξέρεις", δηλαδή εσύ να ξέρεις μοναχά τί έχει μέσα το ζεμπίλι, ώστε να μη λιμάζουνε και σε φθονούνε οι φτωχοί, κείνοι που δεν μπορούνε ν' αγοράσουνε τα καλά που αγόρασες εσύ. Σίγουρα, κι' αυτό δεν είναι καθόλου καλό και χριστιανικό, μα τουλάχιστο έλειπε η αμαρτωλή επίδειξη που είναι το πιο σατανικό απ' όλα τα άλλα κακά που φαρμακώνουνε τους φτωχούς αδελφούς μας αυτές τις μέρες.
Όπως βλέπεις, με την κακομοιριά που έχει σε όλα ο αμαρτωλός άνθρωπος, μπόρεσε και γύρισε τις μέρες της πνευματικής χαράς σε μέρες σαρκικής καλοπέρασης για τον εαυτό του, και σε μέρες πένθους και δακρύων για πολλούς από τους συντρόφους του στη ζωή.
Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι' αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που είναι κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ' αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολιούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μοναχά την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας οι γιορτές, επειδή , όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι' οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κ' έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγώτερη.
Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες πού τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με ευχάριστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους, παρά τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι' ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά-σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, πού πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: "Βίος ανεόρταστος. μακρά οδός απανδόκευτος", πού θα πή, "Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής".
Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τον βαρύ και τον θετικό, κύριο πού δεν έχει αισθηματολογίες, και λένε πώς αυτά είναι αναχρονισμοί κι' αδιαφόρετα πράγματα. Αυτοί για μένα είναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ερημιές, δίχως αγάπη, δίχως χαρά, μα και δίχως πόνο. Γιατί χαρά και πόνος είναι δεμένα. Οι τέτοιες ψυχές είναι πάντα νεκρά βουνά του φεγγαριού. Ωστόσο, κάτι τέτοιοι "ορθολογισταί" και "θετικισταί", ξετρελλαίνουνται για κάποιες ανόητες ξενόφερτες φέστες και κάτι μοντέρνα γλέντια που ρεζιλεύουνε τον άνθρωπο, φτάνει που γίνονται κατά το κοσμοπολίτικο μοντέλο που βρίσκεται στα "μεγάλα κέντρα του εξωτερικού". Αυτοί δεν θέλουνε τίποτα από τα δικά μας, που τα λένε όλα "βλάχικα, φτωχικά, ανάξια για ανθρώπους που ξέρουνε τον κόσμο". Τίποτα ελληνικό δεν βρίσκει έλεος στα μάτια αυτών των κουφιοκέφαλων, ακατάδεχτων κι' όπως πρέπει κυρίων, που χοροπηδάνε, ωστόσο, σαν τρελλοί, με τα τσέρκια στο λαιμό, φτάνει που ήρθανε απ' έξω, από κει "που ξέρει ο κόσμος να απολαμβάνη τη ζωή"! Τί να πούμε κ' εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, πού μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, πού μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας πού περάσανε από τον τόπο μας πρίν από μας;
Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις. "Ευφάνθητε εορτάζοντες". Ακούστε τί λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: "Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν' ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θεία λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται". Αθάνατη ελληνική φυλή ! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, πού τους μαράζωσε η καλοπέραση.
Ναι αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε. Αυτή είναι η παραγγελία του Χριστού, και σ' αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ' ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ' ό,τι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. "Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν".
Πολλοί από σας θάχουνε ίσως περισσότερο από μένα το δικαίωμα να μου πούνε αυτά που λέγω εγώ σε σας. Δεν είμαι ο "ποιήσας και διδάξας", αλλοίμονό μου! Μα για να μη σκανδαλισθή κανένας πώς τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια, στενεύομαι να πω πώς προσπαθώ να μην είμαι ολότελα "ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει".

28 Δεκεμβρίου 1958