Ας θυμηθούμε ένα πλοίο από τα παλιά! Το γνώρισα στη Μυτιλήνη όταν πραγματοποιούσε δρομολόγια μέσα του 90! Ως τότε το ήξερα μόνο σε διαφημιστικά και φώτο... Δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο λόγω της μικρής ταχύτητας και του έντονου κουνήματος όπως έλεγαν τότε αρκετοί.
Εδώ στο λιμάνι της Μυτιλήνης όταν ένα πρωινό περίμενα το Σαπφώ...
Η Ιστορία του φυσικά απο τον Micke Picture 306.jpg
Ένας πολύ καλός φίλος, εδώ στη Ραφήνα, που αγαπά πολύ όλα αυτά τα πλοία (τις "Άμμους", όπως τα λένε όλα μαζί), έχει πει για αυτό το πλοίο ότι ήταν "το ασχημόπαππο που έγινε κύκνος".
Στη γραμμή Ραφήνας-Μυτιλήνης τα πήγε πολύ καλά, αλλά όταν τη γραμμή την πήρε η ΝΕΛ έφυγε για το νησί των Φαιάκων, όπου πήρε το όνομα "Άγιος Σπυρίδων".
Εδώ μια φωτογραφία του εν πλω, κάπου στα 1999.
Αυτο που θυμαμαι απο το καραβι ειναι οι στεναχωρες και λιτες εσωτερικες καμπινες που ειχε. Δεν διεθεταν wc, ειχαν μονο νιπτηρα και απο διακοσμηση αστα... Επειδη ειχε και ενα 7αρακι γεματο, το πλοιο κουνουσε εντονα, δεν ηταν καθολου καλοταξιδο, ποσο μαλλον με καιρο. Επισης θυμαμαι εντονα την δυσωδια απο τα προβατα που κουβαλουσαν φορτηγα στο γκαραζ και η μυρωδια τους ειχε κατακλυσει ολο το πρυμνιο μερος του πλοιου.
Γενικα πιστευω οτι το πλοιο ηταν ακαταλληλο για την γραμμη που εκανε τοτε (Καβαλα-Νησια Β.Αιγαιου-Ραφηνα), λογω χωρου, ταχυτητας και θαλασσιας συμπεριφορας. Στην μετεπειτα γραμμη του (Ηγουμενιτσα-Κερκυρα) πιστευω οτι ηταν πιο καταλληλο και επιτυχημενο, αφου εκανε ενα δρομολογια στα μετρα του.
Το βαπόρι αυτό το πρωτοαντίκρυσα καλοκαίρι του '87 ένα πρωϊνό στη Νάξο ως Θήρα ΙΙ. Έχω κάνει 5-6 ταξειδάκια μαζύ του όταν αυτό ήταν πια Ελλάς Εξπρές. Θα το χαρακτήριζα ως ένα από τα πιο «καταφερτζίδικα» βαποράκια που πέρασαν στις Κυκλάδες. Χωρίς δυνατές μηχανές είχε καλό δρόμο, ένα μίλι λιγότερο από το Γεώργιος Εξπρές, αλλά ένα παραπάνω από το Νάξος. Κάλυπτε την Παροναξία 4 φορές την εβδομάδα, με 2 ταξείδια μέσω Σύρου. Έπιανε συχνά Οία και κατάφερνε να ταξιδεύει σχεδόν πάντα γεμάτο. Τσούκου τσούκου μπωλ δηλαδή.
Τώρα, από κούνημα... πονεμένη ιστορία. Παρά τα sponsons και την βελτιωμένη μετασκευασμένη πλώρα του, το βαπόρι σε καιρό πάνω από 7 ήτανε πίκρα. Παραθέτω την εξής εμπειρία:
Θυμάμαι χαρακτηριστικά αρχές Ιούλη '89 που πήγαινα πιτσιρικάς και μονάχος μου Σύρα με αυτό. Μία-μιάμιση ώρα πριν την Ερμούπολη, κατεβαίνω στο γκαράζ (χύμα στο κύμα τότε, τώρα τα κλειδώνουν και καλά κάνουν), μήπως, και καλά, δω το φορτηγό κάποιου θειού μου (τρεις μπαρμπάδες μου τότε είχανε φορτηγά και πηγαινόρχονταν Νάξο-Πειραιά. Ήταν και η «εποχή του πατατόσπορου» και τα ταξείδια τους ήταν καθημερινά οπότε είχα καλές πιθανότητες να τους πετύχω στο βαπόρι). Όντως, βλέπω το φορτηγό του θειού μου του Μιχάλη, πίσω πίσω κρυμμένο στο γκαράζ. Αν το είχα δει νωρίτερα στο Πειραιά θα είχα γλιτώσει από πολλούς μπελάδες όπως θα δείτε...
Τέλος πάντων, στην τρελλή χαρά που βλέπω ότι θα έχω παρέα έστω και για λίγο, πάω να μαζέψω τα πράγματά μου από το κατάστρωμα δίπλα στην γέφυρα (κοντά στην αριστερή βαρδιόλα) που τα είχα αφήσει για να βρώ τον θειό μου και να μείνω μαζύ του μέχρι το πλοίο να φτάσει στη Σύρα (εκείνος συνέχιζε για Νάξο).
Εκεί που πήγα να οργανώσω τα πράγματά μου βρέθηκα να κρατώ το πορτοφόλι στα χέρια, αντί να το έχω μόνιμα στην τσέπη. Τί το 'θελα; Τρώμε ένα κύμα, πέφτω χάμω 1-2 μέτρα μακρυά από το τράνταγμα και το πορτοφόλι το πήρε το κύμα και τα ψάρια. Πάλι καλά που δεν χτύπησα στα ρέλια. Τυχερός στην ατυχία μου, χαρτζιλικώθηκα από τον θείο μου που του εξήγησα τί έγινε 5 λεπτά αργότερα που τον βρήκα στην καμπίνα του. Είχα τότε 5 χιλιάδες δραχμές για λίγες μέρες διακοπών στη Σύρα. Τότε αυτά τα λεφτά φτουρούσαν... Από φιλότιμο πήρα ούτε 2 χιλιάρικα απ' το μπάρμπα ίσα-ίσα για να πληρώσω ένα αναγκαστικό πάν-ελα με το ταξί (με 400 δραχμές τότε πήγαινες στη Βάρη ταξάτος...) και για κάτι ψιλά.
Στην επιστροφή ο καιρός ήταν ο ίδιος, ένα εφτάρι σωστό. Πρώτος «μύθος» που κατέρρευσε στα μάτια μου: εκείνος των ιστιοπλοϊκών. Είχα πειστεί ότι τα πλοία αυτά δεν βουλιάζουν, δεν ανατρέπονται και ταξιδεύουν και με καιρό φτάνει να ξέρεις να τα κουμαντάρεις. Θυμάμαι ένα 12μετρο κότερο να μπαίνει στο λιμάνι και να γίνεται «πάρτυ». Δε μπορούσε να δέσει με τίποτε. Στη μιάμιση ώρα που περίμενα το Ελλάς Εξπρές το σκάφος απλά δε μπορούσε κι ας ήταν μέσα στο λιμάνι. Πείστηκα ότι με 7 μποφώρ και άνω αν είσαι σε κότερο στο πέλαγο, δεν πρόκειται να βουλιάξεις, δεν πρόκειται να έρθεις τούμπα, πρόκειται όμως να μαζέψεις τα πανιά, να χωθείς στην κουβέρτα και να αρχίσεις τα τάματα στον Άη-Νικόλα μπας και γλιτώσεις τα βράχια. Φυσικά μπορεί να υπάρχουν και άπαιχτοι καπεταναίοι σε κότερα αλλά σε κάθε περίπτωση σκαφή αναψυχής πρέπει να θεωρούνται μέχρι τα 4 μποφώρ. Από τα 6 και πάνω είναι σκάφη περιπέτειας για τους τολμηρούς και έμπειρους. Αυτό είδα τότε με τα μάτια μου. Και επανέρχομαι.
Όταν ήρθε το Ελλάς Εξπρές είδα να συμβαίνει αυτό που συνέβη στο κότερο αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Το Ελλάς Εξπρές για ένα γεμάτο τέταρτο προσπαθούσε να δέσει. Μάταια. Εκεί φάνηκε η αδυναμία των μηχανών του. Δεν θα μπορούσε να είναι και δυνατές και οικονομικές και να δίνουν και δρόμο ταυτόχρονα. Επίσης, δεν θυμάμαι αν έσπασε κάποιος κάβος στις μανούβρες... Τελικά κατάφερε να δέσει δίπλα στα τελωνεία μετά από 2 αποτυχημένες προσπάθειες. Πρέπει να το καπετάνευε εκείνη την περίοδο κάποιος καπτα-Σπύρος. Είχα ακούσει καλά λόγια γι' αυτόν.
Στην επιστροφή φρόντισα τις πενταροδεκάρες που μου είχαν απομείνει να μην τις έχω στο χέρι. Ο καιρός κόπασε και μπήκαμε Πειραιά με 6άρι σκάρτο. Από αυτό το καράβι θυμάμαι την σούπα που έφαγα, το βρέξιμο και το κούνημα, αλλά και την γέφυρα όπου καπετάνευε -μάλλον- ο καπτα-Σπύρος (ευγενικός άνθρωπος). Εδώ θα ήθελα και τα φῶτα σας για αυτούς που καπετάνεψαν το πλοίο εκείνη την περίοδο.
Στους φίλους του είναι αφιερωμένες και οι παρακάτω φωτογραφίες από τη Νάξο το 1990.
Στην πρώτη έρχεται καρφί από την Στελίδα, έχει ήδη κόψει ταχύτητα. Στην δεύτερη, ακριβώς παρακάτω, κάνει ρεμέτζο. Η τρίτη και καλλίτερη θα ανεβεί σύντομα παίδες.