Σας ευχαριστώ με όλη μου την κάρδια για τα καλά σας λόγια και για τις φωτογραφίες οι οποίες έλειπαν από την συλλογή μου. Τώρα με βάζετε σε πειρασμό να σας αναφέρω μερικά από τα ατυχήματα που αναφέρει και ο φίλος μας xara στην αρχική σελίδα και στα όποια ήμουν παρών όταν συνέβησαν.Να είστε πάντα καλά.Φιλικότατα.Μιχ.Ν
Ένα πρωί γύρω στις 0500 πλησιάζαμε στον όρμο της Σούδας και η βάρδια ετοιμαζόταν να επανδρώσει τα πόστα για το δέσιμο και την εκφόρτωση του πλοίου. Ενώ πίναμε τον τελευταίο καφέ στο πίσω κομοδέσιο όπου ήταν και οι καμπίνες του πληρώματος, ακούγαμε το μοτέρ του τιμονιού να δουλεύει συνεχώς σα να είχε κολλήσει - και πραγματικά αυτό είχε συμβεί. Ο λοστρόμος ήρθε τρέχοντας και είπε στο πλήρωμα της πλώρης -στο οποίο ανήκα και εγώ-να πάει γρήγορα να βγάλει τους γάντζους που σιγουράρουν τις άγκυρες κατά την διάρκεια του ταξιδιού, και να βάλει τη μπόμπα(μηχανισμός της άγκυρας) στα φρένα , για φουντάρισμα των αγκυρών αν χρειαζόταν. Εδώ πρέπει να πούμε ότι όταν οι άγκυρες είναι σηκωμένες, στηρίζονται , στα φρένα και στους γάντζους που μπαίνουν όταν ταξιδεύει το πλοίο, ενώ όταν πρόκειται να φουνταριστούν οι άγκυρες τότε οι γάντζοι βγαίνουν και αυτές στηρίζονται μόνο στο φρένο, οπότε ελέγχεται η καδένα και η άγκυρα πηγαίνει σ’ όποιο βάθος είναι απαραίτητο..
Βγάλαμε λοιπόν τους γάντζους στα γρήγορα και περιμέναμε αναστατωμένοι να φουντάρουμε, γιατί το καράβι με κολλημένο πηδάλιο πήγαινε για προσάραξη στην παραλία του χωριού Καλύβες. Οι μηχανές, όπως ήταν φυσικό, πήγαν πρώτα στο κράτει και μετά στο όπισθεν ολοταχώς, με αποτέλεσμα ολόκληρο το πλοίο να τρέμει σα να γινόταν σεισμός. Κάτω στο μηχανοστάσιο έδιναν όλο και περισσότερες στροφές, σε μια προσπάθεια να σταματήσει η πορεία του σκάφους πριν συμβεί το ανεπανόρθωτο, διότι η προσάραξη είναι ο εφιάλτης κάθε πλοιάρχου. Όλο λοιπόν το πλήρωμα περίμενε με κομμένη την ανάσα, μέχρι που τελικά το ανάποδα έπιασε και το τεράστιο πλεούμενο άρχισε να χάνει ταχύτητα, να σταματάει και, με ισχυρές δονήσεις να κάνει όπισθεν. Στο μεταξύ, ο ηλεκτρολόγος της βάρδιας έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες στον πίνακα ελέγχου του μηχανισμού που κινεί το πηδάλιο και μετά από λίγο κατόρθωσε να επισκευάσει μια ασφάλεια που προκάλεσε το πρόβλημα. Μετά απ’ αυτό, το πλοίο μπορούσε να κυβερνηθεί ξανά οπότε κάνοντας ένα κύκλο κατά μήκος της ακτής στο όλο αριστερά μπήκαμε στον όρμο και δέσαμε στο συνηθισμένο μέρος, προς γενική ανακούφιση όλων.
Η μέρα αυτή όμως έμελλε να έχει και συνέχεια, όταν κατά την διάρκεια της φόρτωσης των οχημάτων ο καταπέλτης - ο οποίος, σημειωτέον, στηριζόταν σε τρεις μεντεσέδες και όχι σε μονοκόμματο μεντεσέ - έμεινε στο μόλο εξαιτίας της αποκοπής των προαναφερθέντων τη στιγμή που ένα μεγάλο και υπερφορτωμένο φορτηγό βρισκόταν στη φάση της επιβίβασης.
O καιρός ήταν πολύ καλός κι έτσι αποφασίσθηκε από λιμεναρχείο και καπετάνιο να εκτελεστεί το ταξίδι, έστω και με χωρίς πόρτα στο πλάι, όπως και έγινε .
Το πλοίο έφυγε στην ώρα του και όλο το πλήρωμα προσευχόταν να μη χαλάσει ο καιρός γιατί τότε σίγουρα θα αντιμετωπίζαμε προβλήματα και μάλιστα σοβαρά, μια και το ύψος από τη θάλασσα μέχρι το σημείο που άρχιζε η πόρτα ήταν περίπου τρία μέτρα, οπότε με τον παραμικρό κυματισμό και με το μποτζάρισμα του πλοίου τα νερά θα έμπαιναν πολύ εύκολα στο γκαράζ. Οι δυο αποχετεύσεις του τελευταίου ήταν πολύ μικρές, βρίσκονταν δε στις δυο άκρες του στο πίσω μέρος, εκεί που υπήρχε το χώρισμα που χώριζε το μηχανοστάσιο από το χώρο αυτό, οπότε η διαφυγή μεγάλων ποσοτήτων νερού ήταν σχεδόν αδύνατη -αυτό το ίδιο γεγονός υπήρξε μοιραίο την τρομερή νύχτα του ναυαγίου και συνετέλεσε μαζί με άλλους παράγοντες στη σχεδόν αστραπιαία βύθιση του πλοίου.
Πάντως, βοηθούντος του πολύ καλού καιρού φθάσαμε στον Πειραιά όπου αποβιβάσαμε μόνο τους επιβάτες, ενώ στη συνέχεια πήγαμε στο Πέραμα όπου, αφού τοποθέτησαν νέο καταπέλτη, αποβιβάσαμε και τα φορτηγά. Το ίδιο βράδυ, το καράβι εκτελούσε το δρομολόγιο προς Ηράκλειο.
Τέτοια περιστατικά συνέβαιναν πολύ συχνά, αλλά το Γραφείο δεν εννοούσε να στείλει το πλοίο για δεξαμενισμό γιατί ο συναγωνισμός με την εταιρία Ευθυμιάδη ήταν πολύ μεγάλος εκείνη την εποχή. Αυτός δε ο συναγωνισμός έγινε αιτία ένα πρωί να συγκρουστεί το F/B «ΗΡΑΚΛΕΙΟ» με το F/B «ΦΑΙΣΤΟΣ» στην είσοδο του Πειραιά, διότι οι δυο καπεταναίοι, λόγω των τεταμένων σχέσεων, δεν υποχώρησαν. Έτσι, ακολούθησε σύγκρουση των δυο πλοίων, η οποία θα είχε αποφευχθεί εάν ο ένας από τους δυο έκανε κράτει.
Το ατύχημα συνέβη όταν το F/B «ΗΡΑΚΛΕΙΟ» ερχόμενο από Κρήτη έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ το F/B «ΦΑΙΣΤΟΣ» εκτελούσε ημερήσιο για Κρήτη και έβγαινε από το λιμάνι. Συγκεκριμένα, το «ΗΡΑΚΛΕΙΟ» έπλεε ημιταχώς κι άρχισε να κάνει δεξιά στη λεκάνη, ενώ το «ΦΑΙΣΤΟΣ», επίσης ημιταχώς, έκανε αριστερή στροφή για να βγει από το λιμάνι. Το «ΗΡΑΚΛΕΙΟ» σφύριξε μια φορά, που σημαίνει «Στρίβω ΔΕΞΙΑ», ενώ το «ΦΑΙΣΤΟΣ» σφύριξε δυο φορές, που σημαίνει «Στρίβω ΑΡΙΣΤΕΡΑ». Διευκρινίζω εδω για τους για τους στεριανούς μου φίλους ότι τα σφυρίγματα αντιπροσωπεύουν το γράμμα «ΑΛΦΑ»: ΔΕΞΙΑ, ένα άλφα μέσα στη λέξη, ένα σφύριγμα. ΑΡΙΣΤΕΡΑ, δυο άλφα μέσα στη λέξη, δυο σφυρίγματα, ενώ το ΑΝΑΠΟΔΑ, που έχει τρία άλφα, υποδηλώνεται με τρία σφυρίγματα αυτό τουλάχιστον ίσχυε τότε.
Ενώ τα δυο πλοία προχωρούσαν ακάθεκτα, καθένα στην πορεία του, το πλήρωμα της πλώρης του «ΗΡΑΚΛΕΙΟ» έντρομο περίμενε διαταγές από το λοστρόμο, ο οποίος με τη σειρά του κοίταζε τη Γέφυρα, περιμένοντας κι αυτός οδηγίες από εκεί. Τελικά, κι ενώ τα πλοία βρίσκονταν περίπου σε εκατό μέτρα απόσταση, το μηχανοστάσιο πήρε διαταγή για κράτει και ανάποδα ολοταχώς, ενώ ο λοστρόμος, ουρλιάζοντας, έδιωξε το πλήρωμα της πλώρης και προσπάθησε να φουντάρει τις δυο άγκυρες. Ήταν όμως ήδη αργά, γιατί στο μεταξύ η απόσταση ανάμεσα στα δύο πλοία μίκραινε συνεχώς και τα δύο μεγαθήρια συγκρούστηκαν.
Η πλώρη του «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» έπεσε με δύναμη στην αριστερή πίσω πλευρά του «ΦΑΙΣΤΟΣ», το οποίο όμως εξακολουθούσε να κινείται, με αποτέλεσμα να τρίβεται το πλαϊνό μέρος και να καταστρέφονται καμπίνες και ναυαγοσωστικές λέμβοι, μέσα σε τρομερό θόρυβο.
Τελικά τα δυο πλοία σταμάτησαν και άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω, oπότε η πλώρη του «ΗΡΑΚΛΕΙΟ» ξεκόλλησε από τα πλαϊνά του «ΦΑΙΣΤΟΣ», αφήνοντας τέσσερις καμπίνες της πρώτης θέσεως κατεστραμμένες και δυο βάρκες τελείως διαλυμένες. Τότε ήταν που άρχισαν και οι φιλοφρονήσεις μεταξύ των δυο καπεταναίων: -Χασάπη, -Μπακάλη, Αμαξά και άλλα που δε μπορούν ν’ αναφερθούν.
Μετά από τα πρώτα δραματικά λεπτά, και ενώ τα πλοία ήταν σχεδόν ακίνητα, το Λιμεναρχείο έδωσε διαταγή και στα δύο πλοία να πέσουν το καθένα στο αγκυροβόλιο του για τις περαιτέρω διαδικασίες. Το ίδιο βράδυ φύγαμε για το δρομολόγιο προς Ηράκλειο Κρήτης.
.