“Ο μυχός του λιμανιού έχει ορφανέψει εδώ και σαράντα κοντά χρόνια. Οι νεώτεροι, καρφάκι δεν τους καίγεται. Αράζουν ξένοιαστοι στα παραλιακά κέντρα, όμως εμένα και καμπόσους της ηλικίας μου η ορφάνια μας καίει ακόμα. Βλέπω στο μώλο της απέναντι ακτής δυο-τρία μαύρα ρυμουλκά και δεν ξέρω αν πρέπει να καλοτυχίσω ή να ταλανίσω τα νέα παιδιά, πού στα μάτια τους στοίχειωσαν ετούτα τα σκοτεινά καματερά και δεν αξιώθηκαν ποτέ τους να δουν τον «Κύκνο» να μπαίνει στο λιμάνι. Ό «Κύκνος»! Έχω την ατράνταχτη βεβαιότητα πώς ό Ελύτης μ’ εκείνο το καράβι, το ασπρύτερο από τον αφρό της πλώρης του, διέπλευσε
τους Ευβοϊκούς του ονείρου.
…
Πάντοτε αναρωτιέμαι ποιος καλός άνεμος είχε φέρει τον «Κύκνο» στα νερά μας για να κάνει το δρομολόγιο Χαλκίδα – Λίμνη – Αιδηψός – Βόλος – Βόρειες Σποράδες και πάλι πίσω. Ήταν μία τρέλα να τον βλέπεις να ‘ρχεται! Άγγιζε και δεν άγγιζε τη στρώση της θάλασσας, ένα γινόταν με τον αφρό και τον χρυσόν αέρα, αναγάλλιαζε η καρδιά σου με το έμμετρο μάκρος του, τη φίνα κόψη του και το γλαρό του φουγάρο. A «Κύκνε»!”