Επιτρέψτε μου να παραθέσω πιο κάτω ακριβές απόσπασμα αφήγησης (επειδή μετανάστευση δεν ήταν μόνο πλοία αλλά και ζώα .....με συγχωρείτε άνθρωποι ήθελα να γράψω ) που βρήκα στην ιστοσελίδα
www.eviac.gr
ΟΛΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
¶λλο ένα μεγάλο πρόβλημα των υποψηφίων μεταναστών ήταν η εξοικονόμηση του αρκετά σοβαρού για την εποχή εκείνη ποσού των 300-400 δρχ που χρειάζονταν για το εισιτήριο και τα έξοδα του ταξιδιού. Πολλοί ήταν αυτοί που δανείζονταν το ποσό αυτό υποθηκεύοντας τη μικρή κτηματική περιούσια στο χωριό, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα εξοφλήσουν το χρέος με τη νέα δουλειά τους. Όμως το μέλλον τους επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις και συνήθως τα χρέη έμεναν ανεξόφλητα, έτσι ώστε οι αδίστακτοι τοκογλύφοι να αποκτούν εύκολα αμύθητες περιουσίες. Έτσι γινόταν ακόμη πιο δύσκολος ο δρόμος της επιστροφής, μια και η παλιννόστηση σήμαινε όχι μόνο ατίμωση αλλά και έλλειψη κάθε δυνατότητας επιβίωσης. Παράλληλα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις Υπερωκεάνιες Ατμοπλοϊκές Εταιρείες είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σκληρός. Σε κάποια περίοδο μάλιστα, το εισιτήριο από Πειραιά στη Νέα Υόρκη έφτασε μόλις τις 60 δραχμές. Βέβαια αυτό είχε να κάνει και με τις συνθήκες μεταφοράς των μεταναστών που από περιγραφές μαθαίνομε ότι η μεταφορά τους ήταν λίγο καλύτερη από εκείνη των ζώων. Η κατάσταση βελτιώθηκε αργότερα μετά το 1928 όταν οι αμερικανικές αρχές πήραν αυστηρά μέτρα ασφαλείας για τα πλοία που προσέγγιζαν στην Αμερική, καθώς και για τις συνθήκες καθαριότητας και διαβίωσης των μεταναστών στη διάρκεια του ταξιδιού.
Η ΖΩΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΙΟ
Πολλά έχουν γραφτεί για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεταφέρθηκαν στην Αμερική οι χιλιάδες Έλληνες μετανάστες. Μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις για την έκδοση της άδειας μετανάστευσης, το ξεψείριασμα, τον εμβολιασμό και την επιβίβαση τους στο πλοίο οι μετανάστες αντιμετώπιζαν μια κυριολεκτικά «άγρια» κατάσταση που εξαρτιόταν βεβαίως από την κατάσταση του πλοίου. Οι φτωχοί λοιπόν μετανάστες «πακετάρονταν» στα διαμερίσματα της τρίτης θέσης τα οποία είχαν καθαριστεί μονάχα την τελευταία μέρα πριν από την αναχώρηση, επειδή υπήρχε η επιθεώρηση της δημόσιας υγείας του λιμανιού. Στοιβαγμένοι λοιπόν σε αμπάρια, χωρίς επαρκή τροφή, φάρμακα, ρουχισμό και στοιχειώδεις ανέσεις ξεκινούσε το ταξίδι για τον παράδεισο που διαρκούσε 25 και περισσότερες ημέρες. Να τι γράφει η Μ. Σαραντοπούλου-Οικονομίδου που γνώρισε ως δημοσιογράφος από κοντά τους μετανάστες, στο βιβλίο της οι «Έλληνες της Αμερικής όπως τους είδα» (Νέα Υόρκη 1916). Χαρακτηρίζει το ταξίδι αυτό ως «τον πρώτον σταθμόν του εξευτελισμού και της ταπεινώσεως του μετανάστου, το αρχικόν σημείον καταρρακώσεως του ατομικού εγωισμού…Οι χώροι της τρίτης θέσεις ήταν κυριολεκτικά «πακεταρισμένοι» με σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι είχε μάκρος 1.88 μέτρα και πλάτος 0.61 μέτρα με ύψος ανάμεσα στα δύο κρεβάτια 0.76 μέτρα. Δηλαδή αντιστοιχούσαν συνολικά 0,84 κυβικά μέτρα σε κάθε επιβάτη, έχοντας τις διαστάσεις περίπου όσο δύο φέρετρα …» Και τα κρεβάτια δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε παρά πάνω από κάτι που θα μπορούσε χαρακτηρίσει σαν φτωχά στρωμένα ράφια. Τα στρώματα ήταν γεμισμένα με άχυρα ή φύκια και για μαξιλάρι αν δεν είχε προνοήσει να φέρει μόνος του ο μετανάστης χρησιμοποιούσε το σωσίβιο του. Προσφέρονταν μόνο μια κουβέρτα για κάθε επιβάτη και στα χειμωνιάτικα ταξίδια όλοι κοιμόνταν με τα ρούχα που φορούσαν για να ζεσταίνονται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι ή ντουλάπι, ούτε καν κρεμάστρες. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντα τους έπρεπε να βολευτούν ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια. Δεν υπήρχαν καλάθια αχρήστων ή δοχεία σκουπιδιών κι ακόμη οι εταιρείες δεν διέθεταν σακούλες για τους επιβάτες που θα ζαλίζονταν από την θαλασσοταραχή και θα έκαναν εμετό.
ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
«Ο επιβάτης ευρίσκει άνεσιν, περιποίησιν και καθαριότητα απαράμιλλον, τροφήν Ελληνικήν καθαράν και άφθονον, πλήρωμα ελληνικόν». Αυτά εκτός των άλλων έγραφε η διαφημιστική αφισέτα του ατμόπλοιου «Ο Θεμιστοκλής» 12.000 τόνων, που ναυπηγήθηκε το 1907. Όμως σε κάθε επιβάτη δινόταν με την επιβίβαση του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, και μια τενεκεδένια καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής καθώς δεν υπήρχε τραπεζαρία παρά μονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη με λίγα τραπέζια και μερικούς πάγκους, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άντρες έπρεπε από τους χώρους σερβιρίσματος κρατώντας τις καραβάνες να βρουν κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Το φαγητό όμως ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμάζονταν για τους μετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα του πλοίου κάτι για να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας. Διαβάζουμε στο «Συναξάρι» του Ανδρέα Κορδοπάτη για το φαγητό πάνω στο υπερωκεάνιο. «… Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα. Τα βλέπαμε τα είχαν στα αμπάρια και τα σιχαινόμασταν. Τρεις τέσσερις από εμάς τα έτρωγαν, έκλειναν τα μάτια, η καρδιά τους το δεχότανε. Οι άλλοι κινδυνεύαμε από ασιτία. Καμιά βδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στη Πάτρα. ¶λλα σωθήκανε. Μαζευτήκαμε τότε και πήγαμε στον καπετάνιο και τον παρακαλέσαμε να μαγειρεύουμε φασόλια, μπακαλιάρο, φακές. Καταφέραμε να βάλουμε μάγειρα δικό μας, ταξιδιώτη. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες, τις πετάγαμε. Μόλις τις πετάγαμε εμείς, βούταγαν Αλβανοί και άλλες φυλές, τις άρπαζαν»…
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΕΙΠΝΟ
Το τελευταίο δείπνο πριν την άφιξη στη Νέα Υόρκη έπρεπε να ήταν κάπως διαφορετικό. Μπορούσε να περιλαμβάνει πολλές λιχουδιές όπως πατάτες τηγανητές. Είχε σκοπό φαίνεται να δώσει ένα τόνο ευχαρίστησης στην άφιξη και στην επιθεώρηση από τις Αμερικανικές υγειονομικές αρχές. Έπρεπε να δείχνουν ευχαριστημένοι, έτσι τους έλεγαν οι καμαρώτοι γιατί αλλιώτικα δεν θα σας αφήσουν να βγουν.
Πηγή :eviac.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=196&Item id