Το πλοίο που με πήγαινε […] ήταν η Λακωνία, ένα αργό και αγαθό βαποράκι που εκτελούσε χωρίς κέφι την «άγονο» αυτή γραμμή των Κυθήρων, και που δε μετέφερε παρά ελάχιστους, ασήμαντους ταξιδιώτες, κ’ ένα πλήρωμα που διασκέδαζε την άνια του εξοργίζοντας τη μαιμού μιας οικογένειας βρωμερών Τσιγγάνων. […] Πλέομε προς ένα κάβο που προχωρεί, σκοτεινός και απειλητικός μέσα στη θάλασσα. Μπροστά μας, στο βάθος, φαίνονται τα Αντικύθηρα και μακρυά σαν άχνα τα βουνά της Κρήτης. […] Στρίβουμε τον κάβο και μπαίνουμε σ’ ένα μικρό όρμο με απαλότατες γραφικές καμπύλες και ακύμαντα ατλάζινα νερά […] Όποιος αποβιβάζεται στα Κύθηρα, πρέπει να περιμένει ολόκληρη εβδομάδα για να ξαναϊδεί βαπόρι. Ευτυχώς η Λακωνία είχε να προσεγγίσει, μετά δυο ώρες, σε μια άλλη πλευρά του νησιού: στην Αγία Πελαγία.