Σελίδα 30 από 40 ΠρώτηΠρώτη ... 202829303132 ... ΤελευταίαΤελευταία
Εμφάνιση αποτελεσμάτων σε εξέλιξη 291 έως 300 από 399

Θέμα: Λογοτεχνία, Ποίηση & Ναυτιλία

  1. #291
    Εγγραφή
    Dec 2007
    Περιοχή
    Πάτρα
    Μηνύματα
    2.771

    Προεπιλογή

    Το θέμα που άνοιξε ο φίλος Αντώνης είναι καταπληκτικό! Όπως καταπληκτικό είναι και το απόσπασμα που παραθέτει. Ευχαριστώ πολύ για την αφιέρωση!!

    Να βάλω κι εγώ λοιπόν το λιθαράκι μου. Και θα το βάλω από ένα βιβλίο μάλλον καθόλου ναυτικό, ξεκινά όμως με όμορφες θαλασσινές εικόνες.
    Κάπου εκεί στον Πειραιά θα ήταν πριν από χρόνια, εκεί που σήμερα απολαμβάνουμε αγαπημένα βαπόρια να μπαινοβγαίνουν, όταν ένας ώριμος άντρας, με το μόχθο της ζωής ζωγραφισμένο πάνω του, έψαχνε μια ευκαρία για να κατηφορίσει στη Μεγαλόνησο. Όπως λέει και το τραγούδι:

    "Συναντηθήκανε δυο φίλοι, εις τον Περαία μια φορά,
    τον έναν λέγαν Καζαντζάκη, τον άλλο λέγανε Ζορμπά..."

    Αφού λοιπόν ταξιδέψουμε στον Πειραιά της εποχής εκείνης μέσα από την εκπληκτική πένα του Καζαντζάκη, ή του "καλαμαρά" για το Ζορμπά, οι δύο φίλοι επιβιβάζονται στο βαπόρι που θα τους μεταφέρει στην Κρήτη.

    Το τραγούδι περιγράφει καλύτερα από μένα τη συνέχεια:

    "Και βάζουν πλώρα για την Κρήτη, με φεγγαράκι και βοριά,
    να βρούνε τάχατες λιγνίτη, μ' αυτοί γυρεύαν λευτεριά...
    "

    Πάνω στο βαπόρι περιγράφονται οι στιγμές που αποτυπώθηκαν μέσα μου και πραγματικά όταν το διάβαζα με κάναν και μένα επιβάτη του βαποριού. Σκηνές απλές, με ανθρώπους να υπομένουν τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού και τον άσχημο καιρό. Με το Ζορμπά να ανακατεύεται από τη θάλασσα (), αλλά και να θαυμάζει σα μικρό παιδί δύο δελφίνια που θα δει! Με τους δύο φίλους να πιάνουν τη κουβέντα για πράγματα στα οποία ο Ζορμπάς έχει τις απαντήσεις του, κι ο συγγραφέας ψάχνει τη λύτρωση...

    "Κι αρχίζουν τις φιλοσοφίες,για θάνατο και για ζωή,
    γυναίκες, γλέντια και θρησκείες, παράδεισος και κόλαση...
    "

    Γράφει ο Καζαντζάκης:

    "Θάλασσα, χινοπωριάτικη γλύκα, φωτολουσμένα νησιά, διάφανο πέπλο από ψιλή βροχούλα που έντυνε την αθάνατη γύμνια της Ελλάδας. Χαρά στον άνθρωπο, συλλογίζουμαι, που αξιώθηκε, προτού πεθάνει, ν' αρμενίσει το Αιγαίο.
    Πολλές χαρές έχει ο κόσμος ετούτος - γυναίκες, φρούτα, ιδέες. Μα να'ναι χινόπωρο τρυφερό και να σκίζεις το πέλαο ετούτο, μουρμουρίζοντας τ' όνομα του κάθε νησιού, θαρρώ δεν υπάρχει χαρά που να βυθίζει περισσότερο την καρδιά του ανθρώπου στην Παράδεισο. Πουθενά αλλού δεν μετατοπίζεσαι τόσο γαληνά και πιο άνετα από την αλήθεια στ' όνειρο. Τα σύνορα αραιώνουν και τα κατάρτια και του πιο σαράβαλου καραβιού πετούν βλαστούς και σταφύλια. Αλήθεια, εδώ στην Ελλάδα, το θάμα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης.........."


    Ό,τι και να πω μετά από αυτό είναι λίγο νομίζω...
    Αν και εικόνες που σας μετέφερα είναι από ένα μικρό μέρος του βιβλίου, τα πρώτα δύο κεφάλαια, για μένα σημαίνουν πάρα πολλά. Και από τότε πάντα όταν ταξιδεύω για Κρήτη και αρμενίζω το Αιγαίο μας, φέρνω στο μυαλό μου τους δύο φίλους, που πριν από αρκετά χρόνια κάναν το ίδιο ταξίδι με μένα...

    (Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Νίκου Καζαντζάκη, εκδ. Καζαντζάκη. Οι στίχοι που αναφέρω είναι από το τραγούδι "Συνάντηση" του μεγάλου Κώστα Μουντάκη, και το δίσκο "Αναφορά στον Καζαντζάκη")

  2. #292
    Εγγραφή
    Dec 2007
    Περιοχή
    Πάτρα
    Μηνύματα
    2.771

    Προεπιλογή

    Ξέχασα!!: Ήθελα να αφιερώσω το απόσπασμα στον Roi Baudoin και στο Leo!!
    Επίσης να σημειώσω ότι η κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου είναι καταπληκτική! Σκηνοθεσία Κακογιάννη, μουσική Θεοδωράκη, και τον Anthony Quinn να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας!!!

  3. #293
    Εγγραφή
    Mar 2008
    Περιοχή
    Κεφαλλονιά
    Μηνύματα
    3.180

    Προεπιλογή


    Είσαστε καταπληκτικοί Roi και Trakman!!!

  4. #294

    Προεπιλογή

    Ας δούμε ένα απόσπασμα από το δίηγημα του Βασίλη Λούλη Ο Γυρισμός που Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τ. 5 της ΒΆ περιόδου (15 Νοεμβρίου 1947). Το βρήκα στη σλίδα του Νίκου Σαραντάκου (http://www.sarantakos.com/elgr.html) και στα τρία διηγήματά περιγράφονται οι συνθήκες στα βαπόρια προπολεμικά.

    "Ήταν στη Γδύνια. Τελευταία βραδιά στο πόρτο. ΠάντΆ αποφεύγω τΆ όξω το τελευταίο βράδυ, γιατί Άναι όλα πίκρα και καημός. Τα λουλούδια στα πάρκα ή στις βιτρίνες των μεγάλων δρόμων, τα παιδάκια που παίζουνε, κάποια νότα πΆ έρχεται Άπό Άνα παραθύρι, όλα με κάνουν να συλλογιέμαι τα χάλια μου και την άχαρη ζωή μου.
    Μα οι καλοί σύντροφοι στην πλώρη δε μΆ αφήσανε να κάτσω μέσα. Δίπλα στο γιατάκι μου ήταν η σόμπα και το μπουρί της περνούσε κοφτά στο μαξιλάρι μου. Κοιμόμουνα καλά και ξυπνούσα άρρωστος.
    Κάργα κάργα τη σόμπα ο μπαρμπα-Σπύρος, την έκανε τριαντάφυλλο και μΆ έκανε να σηκωθώ κα να πάρω δρόμο. Χιονιάς και δεν έδειχνε σημάδι να λασκάρει. Ψυχή στο δρόμο. Μόνο κάπου κάπου ξεπετιόταν Άπο το κούφωμα κάποιας πόρτας κάποια γυναίκα κουκουλωμένη και…
    - Ψιτ ψιτ, κομάν, Τζακ…
    Αύριο θα φύγουμε και πρέπει να βγούμε Άπό το λιμάνι να μαζέψουμε το μετάξι και να το σκεπάσουμε με κανα παλιομουσαμά. Όπως θα Άναι ο καιρός Άπό την πάντα μας, πού να πατήσεις μέσα, λίμνη σωστή.
    Θα κοιμηθούμε πάλι δυο τρεις βραδιές στις γρανελάδες της μηχανής, θα κλείσουνε τα μάτια μας Άπό την απλυσιά και τΆ αλάτι. Ύστερα τι θα γίνει, θα κατηφορίσουμε, θα ζεσταθεί το κοκαλάκι μας σαν πιάσουμε το Λας Πάλμας και παρακάτω θα τρέξει ο ίδρωτας ποτάμι, για να φύγει καλύτερα το κρύο που φάγαμε Άδώ πάνου. Ύστερα θα φτάσουμε στο Ροζάριο με τις φωτεινές του ρεκλάμες, θα πιούμε τη μπύρα μας στο Σαβόι, θα ακούσουμε τα ταγκό τους, θα βρούμε ίσως την Αϊντέ ή την Πεπίτα κι ύστερα κάποιο βράδυ θα φύγουμε πάλι τον ανήφορο. Κι έτσι πότε βρεμένοι Άπό θάλασσα, πότε μούσκεμα στον ίδρωτά μας, θα περάσουνε τα χρόνια. Θα περάσουνε τα χρόνια κι η ζωή μας μαζί…
    ΜΆ αυτό το πράγμα μπορεί να το πει κανείς ζωή;
    Σκυλίσια δουλειά, λάσπη για νερό, ψωμί τσιμέντο, κι αυτό το σιδερένιο κουτί για σπίτι.
    Ζητιάνοι της αγάπης…
    Χτικιό, ρευματισμοί, στομάχι…
    Σύφιλη, αλκολίκι…
    Καπετάν Τάκηδες, μπαρμπα-Σπύροι, μερακλήδες…
    Για όλη τη ζωή, για όλη τη ζωή, ώσπου να Άρθει ο Χάρος.
    Να Άρθει ο Χάρος να μας περιμαζέψει κουρέλια, ρέστα ανθρώπινα Άπό κάποιο Σίμενς Χόσπιταλ[12] του Κάρδιφ, του Αμβούργου…
    ¶νοιξα την πόρτα μιας ταβέρνας και μπήκα. Να πιω, να πιω να μη συλλογιέμαι. Να ξεχάσω το χιονιά πΆ ούρλιαζε σαν να φοβέριζε προσωπικά μένα που θα Άφευγα αύριο. Να ξεχάσω τη σόμπα και το μπαρμπα-Σπύρο που τη σκάλιζε και τον καπετάν Τάκη που τον κοίταζε μια κείνον, μια μένα και γελούσε. Να ξεχάσω τα παιδάκια που παίζανε και τα κόκκινα τριαντάφυλλα στις βιτρίνες.
    Να ξεχάσω τη σιχαμένη μου την ύπαρξη την ίδια. Με μια γυναίκα… Μια γυναίκα κι ας είναι και με λεφτά. ΝΆ ακούσω το γέλιο της, να νιώσω τη ζέστα του κορμιού της…
    Μα με τη μπύρα μόνο το στομάχι που φούσκωνε, το μυαλό δε θόλωνε, κι άμα δε θόλωνε το μυαλό, τι να την έκανα την πληρωμένη γυναίκα;
    Παράγγειλα μπύρα και βότκα. Ο αγαπητός συνάδελφος Ολάφ Χρίστενεσν Άπό το Μπέργκεν μου Άχε μάθει την τέχνη. Τραβάς πρώτα τη βότκα για μεζέ, να πούμε, κι ύστερα πίνεις τη μπύρα να δροσιστείς. Δε χρειάζονται πολλά, εξ εφτά ποτήρια και πιάνεις πουλιά στον αγέρα.
    Δυο γνωστοί συνάδελφοι ΆπΆ άλλο ρωμέικο βαπόρι μπήκανε και με χαιρετήσανε, μα δεν τους φώναξα να κάτσουν.
    Το κορίτσι ήρθε με το δίσκο. ¶φησε πρώτα την μπύρα, ύστερα τη βότκα και…
    - Νο βότκα, Γιάννη! μουρμούρισε φοβισμένα.
    Τι Άναι τούτο πάλι; «Νο βότκα, Γιάννη!» ΆΠό πού ως πού; Σήκωσα το ποτήρι να την καταβρέξω με την μπύρα, μα την είδα πΆ έτρεμε σύγκορμη και τΆ άφησα πάλι στο τραπέζι.
    Έφυγε.
    Έκατσα κάμποσο κει δα, έτσι σαν χαμένος. Η ορχήστρα έπαιζε τώρα ένα τραγούδι που λέει γιΆ αγάπη και για ψηλά βουνά. Δε μας παρατάνε, λέω Άγω…
    Πλήρωσα και σηκώθηκα κι έφυγα χωρίς νΆ αγγίξω τίποτα. Βγήκα στους δρόμους πάλι. Νο βότκα, Γιάννη…
    Κλέφτικα κοιτάζομαι στις βιτρίνες των μαγαζιών. Μάτια μου, μούτρο για κεραυνοβόλο έρωτα… Η Βαλτική κατέβαζε ολοένα, κατέβαζε. Δεν πάει να κατεβάσει φίδια… ΆΓω είχα την άνοιξη στην καρδιά μου, είχα κάνει μια σπουδαία ανακάλυψη: Οι άνθρωποι είναι καλοί. «Νο βότκα, Γιάννη!» Κι αν την έπαιρνε χαμπάρι ο δράκος που καθόταν στο τεζάκι, θα την άρπαχνε Άπό τα μαλλιά και μια κλωτσιά στον πισινό και στο δρόμο. Να μάθει να τιμάει το ψωμί που τρώει, κι όχι να κάθεται να κάνει αντιαλκοολική προπαγάνδα. Σαν είναι πονόψυχη, ας πάει να καταταχτεί στο SalvationArmy. Θα την πέταγε στο δρόμο κι ήταν πολλά κορίτσια που γυρεύανε δουλειά στη Γδύνια και δουλειά δε βρίσκανε. Κι ίσως κι αυτή καθότανε τότε στο κούφωμα κάποιας πόρτας και ψιτ! ψιτ! ψιτ! στη μεθυσμένη ναυτουριά που περνάει. ΓιΆ αυτό έτρεμε η φτωχούλα κι όχι για το βρέξιμο, κι όμως σαν ήρθε με την μποτίλια, που αντίς για Διόνυσους και Δήμητρες είναι στολισμένη με μια νεκροκεφαλή μόνο, δε βάσταξε, αψήφησε το μεγάλο κίνδυνο: «Νο βότκα, Γιάννη!»
    Οι άνθρωποι είναι καλοί! Κι ο μπαρμπα-Σπύρος κι ο καπετάν Τάκης κι αυτοί καλοί, όλοι καλοί. Και το στραβόξυλο, το στριμμένο κέρατο είμαι Άγώ, Άγώ που χαράμισα τα νιάτα μου, τα πέταξα στους σκύλους, και τώρα πΆ άρχισαν οι πόνοι, λέω πως μου φταίει ο κόσμος.
    «Νο βότκα, Γιάννη!»…
    Μα Άπόψε δω στον τόπο μου, στη γη των πατέρων μου δε βρέθηκε ένα στόμα να μου πει: μη ούζο, Γιάννη. Ευλογημένη ας είσαι, ξανθή κοπέλα του Βοριά, πΆ ούτε και τΆ όνομά σου δε ρώτησα να μάθω ο αχάριστος. Ευλογημένη ας είσαι σΆ όλη σου τη ζωή, χίλιες φορές ευλογημένη.
    Και κατεβάζω… κατεβάζω ούζο, κατεβάζω μπύρα κι κι κι ο ουρανός με τΆ άσπρα κι κι κι κι η γη με τα λουλούδια…
    ΕίνΆ ένα μπρατσεράκι ξεσαβούρωτο, ένα μικρό φτωχό καϊκάκι, ρημαγμένο.
    Ανοίχτηκε κάποιαν αυγή Άπό τα θολά νερά του λιμανιού της μετριότητας για το μεγάλο το ταξίδι.
    Για πού; Σάμπως το Άξερε; Ήξερε μόνο πως θα Άταν μεγάλο κι ωραίο το ταξίδι…
    Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι. Κι ακόμα παραδέρνει. Μα ως πότε; Αύριο, μεθαύριο πεινασμένα τα ποντίκια θΆ αρχίσουν να ροκανίζουν τα μαδέρια του…"

  5. #295
    Εγγραφή
    Nov 2007
    Περιοχή
    Athens, Syros-Tinos
    Μηνύματα
    9.162

    Προεπιλογή

    Καθυστερημένα (κάλιο αργά παρά ποτέ), βρήκα την ευκαιρία να ταξιδέψω με τα κείμενα σας φίλοι Roi Baudoin & Trakman. Σας ευχαριστώ πολύ είστε υπέροχοι!!

  6. #296
    Εγγραφή
    Nov 2007
    Περιοχή
    Ραφήνα
    Μηνύματα
    2.215

    Προεπιλογή Ταξίδια μέσα από τα βιβλία

    Φίλοι μου όλα αυτά τα κείμενα είναι ονειρικά και ταξιδιάρικα.
    Από την Γδύνια στη Ρόδο, από την Κρήτη στην Αίγινα, από τον Πειραιά σε όλο τον κόσμο.
    Ευχαριστώ πολύ φίλε Παναγιώτη για την ενοποίηση του θέματος.
    Είναι τόσο όμορφα αυτά τα κείμενα που αξίζει κανείς να τα τυπώνει και στο τέλος να τα δέσει σε τόμο.
    Από τα ταξίδια του Ναυτιλία για όλο τον κόσμο.....

    Καλά ταξίδια .....

  7. #297
    Εγγραφή
    Dec 2007
    Περιοχή
    Αθήνα
    Μηνύματα
    10.510

    Προεπιλογή

    Δείτε και το ποίημα “Ο Γλάρος” της Ευτυχίας Γερ. Μάστορα. Πόσα καράβια γίνανε ποιήματα, σίγουρα όχι πολλά αλλά το α/π Γλάρος ήταν ένα από αυτά τα λίγα.

    Ο Γλάρος

    Στον αδελφό μου Μιχάλη
    Τον κάονα* τον ήξερα λευκό θαλασσοπούλι
    μέσ’ στο γαλάζιο τ’ ουρανού και στο γλαυκό του πόντου
    ν’ ακολουθεί τη ρότα μας και να φτεροκοπάει
    τότε που το καΐκι μας για τους Παξούς τραβούσε.
    Και μια βραδιά τον γνώρισα με τ’ άλλο τ’ όνομά του,
    σαν ήταν να μπαρκάρουμε για θερινό ταξίδι
    κι είδα το Γλάρο το καρί να καρτερεί στο μώλο
    κι είδα το γλάρο ζωγραφιά στου καραβιού την πλώρη.
    Πάνω ψηλά στη γέφυρα απίκου* ο καπετάνιος
    κι οι ναύτες σκώνουν άγκυρα και λύνουνε τους κάβους.
    Αγκομαχούν οι μηχανές κι αρχίζουν οι μανούβρες
    κι ανάμεσα από τ’ άρμπουρα καπνίζει η τζιμινιέρα
    κι ακούγεται το σφύριγμα κι ο Γλάρος να… σαλπάρει.
    Μπουνάτσα έχει η θάλασσα, φυσάει το μαϊστράλι
    κι ως τ’ ουρανού τα πέρατα φέγγουν σελήνη κι άστρα
    κι αντιφεγγίζουν στα νερά του καραβιού τα φώτα.
    Και στρώνει η μάνα καταγής μια μαλακιά κουβέρτα
    σε μια άκρη στο κατάστρωμα και πέσαμε στον ύπνο,
    αφού το ναύλο το φτηνό τέτοιο κρεβάτι παίρνει…
    Δεν ξέρω τι με ξύπνησε… πού έπιασε φουρτούνα;
    πού λάλησεν ο κόκορας και φτερακάνε οι κότες;
    όπου γαβγίζει το σκυλί και δυο αρνιά βελάζουν;
    Ό,τι και να με ξύπνησε, χαρά ήτανε για μένα
    να βλέπω στην ανατολή να χρυσολάμπει ο ήλιος,
    να βλέπω τα σκαλώματα που πιάνει το καράβι,
    στον Αστακό, στο Μύτικα, στη Σάμη, στο Φισκάρδο
    κι απ’ την Ιθάκη να τραβά ίσια για τη Λευκάδα
    κι ύστερα από την Πρέβεζα πλώρη για το Νησί μας.
    Πολύ το σκαμπανέβασμα κι η όστρια* ανεβαίνει
    κι είναι τα κύματα θεριά κι αφρίζει το κανάλι,
    μα ο Γλάρος καλοτάξιδος στα σίγουρα αρμενίζει
    και φτάνοντας το σούρουπο, το Γάη καβαντζάρει*
    και το νησί της Παναγιάς… και σταματάει αρόδο*.
    Δυο βάρκες κάτω καρτερούν, χορεύοντας στο κύμα
    κι από την ανεμόσκαλα για τη στεριά μάς παίρνουν.
    Πάει καιρός που τέλειωσαν του Γλάρου τα ταξίδια,
    μα οι γλάροι που φτεροκοπούν, μου τα θυμίζουν πάντα.
    * κάονας = γλάρος
    απίκου = ορθός
    όστρια = νότιος άνεμος
    καβατζάρει = παρακάμπτει
    αρόδο = ανοιχτά


    Δημοσιεύτηκε στην ποιητική της συλλογή Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι, Εκδόσεις Γιάννη Σκ. Πικραμένου, Πάτρα.

  8. #298

    Προεπιλογή

    Την ανταρσία στο Μπάουντυ την έχουμε ακούσει λίγο πολύ έχει γυριστεί δύ φρές σε ταινία όπως έχω γράψει αλλού:
    Παράθεση Αρχική Δημοσίευση από Παναγιώτης Εμφάνιση μηνυμάτων
    Κλασική ταινία που την προτιμώ στην πρώτη έκδοση με τον Μάρλον Μπράντο
    http://www.youtube.com/watch?v=_iWMJEld5VU
    και άπειρα ντοκυμαντέρ.
    Μια εξαιρετική περιγραφή της ιστορίας έχει κάνει ο Φώτης Κόντογλου που μπορέιτε να τη δείτε ολόκληρη στη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου εδώ http://www.sarantakos.com/kibwtos/ma...u_mpaounti.htm. Αξίζει να τη διαβάσετε ολόκληρη. Παραθέτω εδώ ένα μικρο απόσπασμα από την άφιξη στο νησί που κατέληξαν οι στασιαστές (οι επαναστάτες όπως τους αναφέρει ο Κόντογλου) κι ένα σύγχρονο επικόλλημα που δείχνει το νησί.
    "Οι επαναστάτες συλλογιζόντανε σε ποιο ρημονήσι να πάνε και συζητούσανε απάνω σΆ αυτό το ζήτημα. Στην αρχή είπανε να πάνε σε κανένα από τα πολλά ρημόνησα που βρίσκουνται στο αρχιπέλαγο της Μαρκίζας. Μα αλλάξανε γνώμη, γιατί ο Κρίστιαν θυμήθηκε πως είχε ακούσει για ένα ρημονήσι ξεμοναχιασμένο, που βρισκότανε μακριά από τον δρόμο που βαστούσανε τα καράβια και που είχε απάνω ό,τι τους χρειαζότανε για να ζήσουνε. Αυτό το νησί το λέγανε Πίτκαιρν, σε μια απόσταση χίλια μίλια από το Ταϊτί, κατά τον σοροκολεβάντε (ΝΑ). Ο Κρίστιαν έψαξε και βρήκε στη βιβλιοθήκη του καραβιού κάποια βιβλία που γράφανε για το Πίτκαιρν, τι λογής ήτανε και κατά πού βρισκότανε. Αποφάσισε λοιπόν να πάγει να το βρει κι έβαλε πλώρη κατά τον σοροκολεβάντε. Αρμενίσανε λίγες μέρες, ώσπου είδανε μια στεριά με ψηλά βουνά κι όχι πολύ μεγάλη. Όσο πηγαίνανε κοντύτερα, ξεχωρίζανε κάτι λαγκάδια δασωμένα. Οι ακροθαλασσιές του νησιού φαινόντανε απόγκρεμνες. Ήτανε σίγουροι πως αυτό ήτανε το Πίτκαιρν που το είχε βρει ο Κάρτρετ στα 1767.
    Να τι έγραφε τότε στο βιβλίο του ο καπετάν Κάρτρετ: «Στις 2 Ιουλίου, μέρα Πέμπτη, είδαμε μια στεριά κατά τον βοριά. Την άλλη μέρα πήγαμε γιαλό και μας φάνηκε σαν ένας θεόρατος βράχος που βγήκε μεσΆ από το νερό. Δεν θα ΅χε περιφέρεια περισσότερη από πέντε μίλια και φαινότανε έρημη από άνθρωπο. Ήτανε όμως σκεπασμένη από δέντρα κι είδαμε ένα μικρό ποταμάκι να κατεβαίνει από τη μια πλαγιά του. Θελήσαμε να βγούμε όξω μα οι θάλασσες σκάζανε με μανία στα βράχια και σηκώνανε ένα τέτοιο αντιμάμαλο, που δεν θα μπορούσαμε να το περάσουμε. Ρίξαμε το σκαντάλι ένα μίλι ανοιχτά από τη στεριά και βρήκαμε τριανταέξι μέτρα νερό κι ο πάτος ήτανε άμμος και κοράλια. Είδαμε πολλά θαλασσοπούλια κι η θάλασσα φαινότανε πως είχε ψάρια. Το νησί το βγάλαμε Πίτκαιρν από το όνομα που είχε ένας νέος αξιωματικός που το είδε πρώτος.»
    Το «Μπάουντυ» πήγε γιαλό, κοιτάζοντας καλά μην ήτανε εκεί κοντά κανένα άλλο καράβι και φουντάρισε μέσα σΆ ένα μικρό μαντράκι.[1] Σε λίγο βγήκανε στη στεριά ο Κρίστιαν με έξι εφτά. Αφού είδανε καλά καλά την ακροθαλασσιά, προχωρήσανε παραμέσα.
    Το νησί τους άρεσε, γιατί είχε όλα όσα θέλανε να ΅χει, μΆ άλλα λόγια είχε πολλά δέντρα, νερά τρεχούμενα, πλαγιές, για να καλλιεργήσουνε κι έμορφα μέρη, για να κάνουνε σπίτια, που δεν φαινόντανε από την ανοιχτή θάλασσα κι απάνω απΆ όλα δεν είδανε κανένα σημάδι που να φανερώνει άνθρωπο. Κάτι μυτεροί βράχοι στεκόντανε όρθιοι κι οι χαράδρες κατεβαίνανε κατακέφαλα κατά τη θάλασσα και μέσα σΆ αυτές θα μπορούσανε να κρυφτούνε και να χτυπήσουνε τον οχτρό, αν τύχαινε να ξεμπαρκάρουνε τίποτα ναύτες στην ακρογιαλιά. Είδανε και πολλές σπηλιές, που μπορούσανε να κρυφτούνε μέσα σΆ αυτές στην ανάγκη, ώσπου να περάσει ο κίντυνος.
    Λοιπόν αποφασίσανε νΆ απομείνουνε στο Πίτκαιρν. Το καράβι το πήγανε μέσα σΆ έναν κόρφο στα βορινά του νησιού, κατά τον γρεγολεβάντε (ΒΑ), επειδής εκεί πέρα δεν έπιανε πολύ ο αγέρας, και κείνον τον κόρφο τον βαφτίσανε «Κόρφο Μπάουντυ».
    Κουβαλήσανε στη στεριά ό,τι είχε μέσα το καράβι, ζωοθροφίες, εργαλεία, άρματα, δέντρα, ζωντανά, καραβόπανα, σκοινιά, σιδερικά. Ο Κρίστιαν τους είπε να τραβήξουνε όξω το καράβι, για να το ξεπαρταλώσουνε και με τα σανίδια να κάνουνε τα σπίτια τους."
    Bounty.jpg
    Πηγή εικόνας: http://www.ukho.gov.uk/ProductsandSe...eek33_2007.pdf


  9. #299
    Εγγραφή
    Nov 2007
    Περιοχή
    Ραφήνα
    Μηνύματα
    2.215

    Προεπιλογή Λογοτεχνία, Ποίηση & Ναυτιλία

    Ας δούμε κάποια πλάνα από μια ακόμα ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.

    Ας γυρίσουμε στα 1962 για να δούμε πλάνα από την ταινία "Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος" σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου και με πρωταγωνιστές τον Νίκο Σταυρίδη, την Μπεάτα Ασημακοπούλου και τον Γιώργο Πάντζα.

    Είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς τα πλάνα με τον ...... αξεπέραστο "Κανάρη".

    Φανταζόμαστε τον καλό φίλο Nicholas Peppas να ανεβαίνει όλος χαρά τον γκαγκουε του "Κανάρη" για ένα ακόμα ταξίδι μαζί του.

    Τα πιο ωραία ταξίδια μας ήταν, είναι και θα είναι αυτά της άγονης γραμμής.

    Το πλοίο σφυρίζει, το ταξίδι ξεκινά.

    Κανάρης φουγάρο.png

    Ο ναύτης στη σκάλα μας χαιρετά όλους

    Κανάρης .jpg

    Η Μπεάτα ασημακοπούλου ανεβαίνει τη σκάλα.
    Ακολουθεί ο Nicholas Peppas και μετά όλοι εμείς.

    Κανάρης σκάλα.jpg

    Έπειτα από μια εβδομάδα, όπου γυρίσαμε τα μισά νησιά του Αιγαίου επιστρέφουμε γεμάτοι εικόνες, μυρωδιές και χρώματα.
    Καμία περιγραφή δεν μπορεί να αποτυπώσει όλα όσα ζήσαμε...

    πλοίο 10.jpg

    Πλοίο 12.jpg
    [I][FONT=Comic Sans MS][SIZE=3][COLOR=black][B]"Η μόνη περιουσία είναι η μνήμη"[/B][/COLOR][/SIZE][/FONT][/I]
    [CENTER][FONT=Comic Sans MS][SIZE=3][B]Εν πλω
    toujours
    [/B][/SIZE][/FONT][/CENTER]
    [CENTER][FONT=Comic Sans MS][SIZE=3][I][B]"[/B][/I][B]Γεώργιος Εξπρές"[/B][/SIZE][/FONT]
    [/CENTER]

  10. #300

    Προεπιλογή Λογοτεχνία, Ποίησης, Κινηματογράφος & Ναυτιλία

    Παράθεση Αρχική Δημοσίευση από Roi Baudoin Εμφάνιση μηνυμάτων
    Ας δούμε κάποια πλάνα από μια ακόμα ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Ας γυρίσουμε στα 1962 για να δούμε πλάνα από την ταινία "Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος" σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου και με πρωταγωνιστές τον Νίκο Σταυρίδη, την Μπεάτα Ασημακοπούλου και τον Γιώργο Πάντζα.
    Είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς τα πλάνα με τον ...... αξεπέραστο "Κανάρη".

    Φανταζόμαστε τον καλό φίλο Nicholas Peppas να ανεβαίνει όλος χαρά τον γκαγκουε του "Κανάρη" για ένα ακόμα ταξίδι μαζί του.



    Η Μπεάτα
    Ασημακοπούλου ανεβαίνει τη σκάλα.
    Ακολουθεί ο Nicholas Peppas και μετά όλοι εμείς.

    Κανάρης σκάλα.jpg

    Ο καλος φιλος Nicholas Peppas το προσεξε αυτο μολις τωρα, γιατι ελειπε στην Γενευη, και χαρηκε για τις φωτογραφιες αλλα και για την Μπεατα Ασημακοπουλου...

    Η Μπεατα ηταν η αγαπημενη ηθοποιος του αλησμονητου Ορεστη Λασκου απο την Ελευσινα... Βλεπετε ηταν και η γυναικα του! Το παιξιμο της ηταν καπως βαρυ, μεταξυ Ζωζως Σαπουτζακη και Μαρως Κοντου αλλα εκανε πολλα εργα μαζι του...

    Για οσους δεν το ξερουν, ο Ορεστης Λασκος ηταν ο κατ' εξοχην μποεμικος ποιητης της Ελλαδας. Τα ποιηματα του ηταν παντα θαυμασια... Σε αφηναν να σκεφτεις πο
    λυ. Διαβαστε επι παραδειγματι το θαυμασιο "Να παει στο Παρισι".

    Το Παρίσι


    Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ
    που λόγια πάντΆ αλλόκοτα μιλεί
    για το Παρίσι
    στην συντροφιά μας όταν έρθει να καθίσει.

    Λένε γιΆ αυτόν
    πως από τα μαθητικά του χρόνια είχεν ορίσει,
    μοναδικό
    μες στη ζωή του ιδανικό
    να πάει στο Παρίσι.

    Χρόνια και χρόνια τον μεθούσε
    τΆ ονειρεμένο αυτό ταξίδι
    που ποθούσε.

    Παντού για κείνο συζητούσε·
    μες στα όνειρά του αυτό θωρούσε·
    τόσο, που ο πόθος του με τον καιρό
    του Άγινε μες στην ύπαρξή του ένα στολίδι
    λαμπρό.

    Να πάει στο Παρίσι...

    Για το ταξίδι αυτό τΆ ονειρευτό
    σκότωνε φευγαλέες επιθυμίες
    και έκανε αιματηρές οικονομίες
    για να το πραγματοποιήσει.

    Να πάει στο Παρίσι...


    Και να,
    που κάποια μέρα στα στερνά
    το κατορθώνει.
    Κι ένα πρωί μέσα στου τρένου ένα βαγόνι
    για το Παρίσι μεθυσμένος ξεκινά.

    – Μα,
    μόλις αντίκρισε μακριά τον πύργο του ¶ιφελ
    νΆ αχνοδιαγράφεται στο φόντο τΆ ουρανού,
    φριχτή μια σκέψη εισόρμησε στην κάμαρα
    του νου:
    «Κι ύστερα; Κι ύστερα τι θα γινόταν;
    Πώς θα μπορούσε πια να ζήσει
    με δίχως τη λαχτάρα αυτή για το Παρίσι;»
    Γιατί ένιωθε τώρα καλά πως όταν
    σε λίγο στο Παρίσι θα βρισκόταν
    μέσα σΆ ελάχιστο διάστημΆ ασφαλώς,
    θα το βαριόταν.
    Και τότε;

    – Και τότε
    πήρε μια τεράστια απόφαση
    που ως τώρα δεν ευρέθηκε να του τη συγχωρήσει
    κανείς.
    Αντίς να προχωρήσει στο Παρίσι
    κατέβηκε σΆ ένα προάστιο,
    στο Σαιν Ντενίς.
    Και το πρωί απΆ την ίδια οδό
    ξανάρθε εδώ.

    – Και τώρα, σαν και τότε προτού φύγει, πάλι,
    με μια λαχτάρα σαν και πριν μεγάλη,
    μιλάει και λέει παντού, πως έχει ορίσει
    μοναδικό
    μες στη ζωή του ιδανικό
    ν α π ά ε ι σ τ ο Π α ρ ί σ ι.
    Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Nicholas Peppas : 18-07-2009 στις 20:07

Σελίδα 30 από 40 ΠρώτηΠρώτη ... 202829303132 ... ΤελευταίαΤελευταία

Δικαιώματα - Επιλογές

  • Δεν μπορείτε να αναρτήσετε νέα θέματα
  • Δεν μπορείτε να αναρτήσετε απαντήσεις
  • Δεν μπορείτε να αναρτήσετε συνημμένα
  • Δεν μπορείτε να επεξεργαστείτε τις αναρτήσεις σας
  •  
  • BB code είναι σε λειτουργία
  • Τα Smilies είναι σε λειτουργία
  • Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
  • [VIDEO] code is σε λειτουργία
  • Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας