Αρχική Δημοσίευση από
Στεριανή Ζάλη
Γράφει ο Θάνος Μικρούτσικος:
"Ο πατέρας μου, καθηγητής μαθηματικών, ο οποίος είχε βαθύτατη γνώση της ποιήσης -το περιβάλλον μας στην Πάτρα αστικό- μου απήγγελε στη δεκαετία του '50 πολλούς μείζονες ποιητές αλλά κυρίως ελάσσονες. Από εκείνη τη περίοδο αγάπησα τους ελάσσονες ποιητές, τους οποίους ουδόλως θεωρώ ελάσσονες, αρχής γενόμενης από τον Καρυοτάκη, τον Λαπαθιώτη, τον Χατζόπουλο. Μεταξύ αυτών, μου είχε αναφέρει και τον Καββαδία. Όταν μπήκα στο γυμνάσιο, σε ηλικία δεκατριών χρόνων, μου χάρισε μια ποιητική συλλογή του Περάνθη. Εκεί βρήκα ανθολογημένα δυό τρια ποιήματα του Καββαδία. Κάποια στιγμή, στα δεκαπέντε ή στα δεκάξι μου, επιχείρησα να τα μελοποιήσω - από το Μαραμπού ήταν, θυμάμαι. Αυτή η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με τον ποιητικό λόγο του Καββαδία απεδείχθη εντελώς άκαρπη. Η επαφή όμωςείχε γίνει.
Γύρω στο 1977 και ενώ έχω αρχίσει με γοργά βήματα την επαγγελματική μου σταδιοδρομία -έχουν ήδη εκδοθεί τα Πολιτικά τραγούδια, η Καντάτα για τη Μακρόνησο, τα Τροπάρια για φονίαδες και η Φουέντε Οβεχούνα- ο Γιώργος Παπαλιός, παραγωγός του Αγγελόπουλου, που είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με την τηλεόραση σε μεγάλες παραγωγές, και ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς μου προτείνουν να γράψω τη μουσική σ' ένα σίριαλ για την ΥΕΝΕΔ, με θέμα το ναυτικό και τίτλο Πορεία 090. Θα γυριζόταν στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, μια μεγάλη και πλούσια παραγωγή. Ρώτησα αν προέβλεπαν τραγούδια. Μου λένε <γιατί να μην έχει;> <Ωραία> απαντάω <αλλά σε τί κείμενα, μήπως πρέπει να κοιτάξω κατα Καββαδία μεριά;> <Και δεν κοιτάς..> μου απαντούν. Το δεύτερο έναυσμα. Ξεκάθαρα μη ρομαντικό, από άποψη δημιουργείας. Εμπορική παραγγελία ήταν! Και αρχίζω. Με τη διαφορά ότι, ενώ επρόκειτο για παραγγελία, ο τρόπος που δούλεψα μελοποιώντας επτά ποιήματα του Καββαδία είχε ιδιέτερο ρομαντισμό. Το θυμάμαι πεντακάθαρα. Η μελοποίηση τυς έγινε εφτά διαφορετικές νύχτες, τρείς με τέσσερις το πρωί. Δεν θυμάμαι καμιά άλλη παραγγελία να υλοποιήται με αυτόν τον ιδαίτερα ρομαντικό τρόπο.
Έτσι πλάστηκαν τα πρώτα εφτά τραγούδια. Τα φτιάχνω, μπαίνουν στο σίριαλ, ακούγονται, αρέσουν. Μια και ήτανε ήδη εφτά, έφτιαξα εύκολα και άλλα τέσσερα, έτσι ώστε να αποτελέσουν το υλικό ενός δίσκου. Τα μαζεύω, έντεκα πλέον και πηγαίνω στον αείμνηστο Αλέκο Πατσιφά, υδρητή και διευθυντή τηε εταιρίας Lyra.
Ο Πατσιφάς, άνθρωπος σαφέστατα πνευματικός και ευφυής -επί Κατοχής ανέβαζε στο σπίτι του Μπέκετ, ως δείγμα πνευματικής αντίστασης προς τους γερμανούς κατακτητές- το είδε λιγάκι περίεργα και μου λέει με τον χαρακτηριστικό απότομο και ρεαλιστικό του τρόπο: <Άκου να σου πω, ξέρεις πόσο σε αγαπώ! Αφού το θέλεις, θα σ' το κάνω δώρο. Αλλά να ξέρεις ότι αυτοκτονείς! Δεν πρόκειτε να πουλήσει πάνω από 2000 αντίτυπα!> Θεώρησα την πρόβλεψη του λίγο υπερβολική, μα δεν είπα τίποτα.
Μπήκα λοιπόν στη διαδικασία της δισκογράφησης. Και μόλις κυκλοφορεί ο δίσκος το 1979, μοιάζει να δικαιώνονται οι προβλέψεις του Πατσιφά. Έτσι έδειχναν τουλάχιστο τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Οι προηγούμενοι δίσκοι μου είχαν πάρει υπερθετικές κριτικές από τη συντριπτική πλειονότητα των εφημερίδων και των περιοδικών. Με το καλημέρα σας, με πήρανε από νέο συνθέτη και αμέσως με βάλανε δίπλα σους μεγαλύτερους. Όλος ο Τύπος εκείνη την εποχή ήτανε αναφανδόν υπέρ μου. Κάτι καινούριο, η Καντάτα, η Μουσική πράξη στον Μπρεχτ, το εντελώς καινούργιο, δεν ξέρω αλριβώς τι, είχαν δημιουργήσει ιδιαίτερη αίσθηση. Και με τον Καββαδία σχεδόν όλοι οι κριτικοί, μολονότι με όσα είχαν προηγηθεί ήταν καλοπροαίρετοι απέναντι μου -παιζει ρόλο αυτό- γράφουν: <Τι έπαθε αυτός ο σπουδαίος συνθέτης και έκανε την πιο άθλια μελοποίηση ποιητικού κειμένου;> ΒΗΜΑ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: <Πρέπει να αρρώστησε. Γρήγορα να τον ξεχάσει και αυτός και εμείς τον Καββαδία!> Ανθρώποι που με λάτρευαν. Φίλος μου που έγραφε τότε κριτική με ψευδώνυμο δήλωσε: <Αγαπώ τον Θάνο Μικρούτσικο και τον θεωρώ τον καλύτερο έλληνα συνθέτη. Όμως μη μας ξαναξάνει τέτοιο πράγμα όπως αυτό με το Σταυρό του Νότου, που δεν του δίνουμε περισσότερους από 5000 δίσκους. Και τον παρακαλούμε στην επανέκδοση, αν υπάρξει κάτι τέτοιο, να βάλει και ένα λεξικό για να καταλαβαίνουμε τι γίνεται.>
Αγαπημένοι μου άνθρωποι τα έγραφαν αυτά. Ίσως να τους ξένισε, ως καινούργιος τρόπος αντιμετώπισης ενός ποιητικού κειμένου, ως καινούριος τρόπος μελοποίησης. Από όλη αυτή την ιστορία πάντως φάνηκε και κάτι άλλο το οποίο αξίζει να αναφερθεί. Η άποψη τους για τον Καββαδία, ανεξαρτήτως της μελοποίησης, δεν ήταν και η καλύτερη, η δικαιότερη. <Και τι τον έπιασε να μελοποιήσει έναν ποιητή ημερολογίου;> Άλλος: <Τι τον έπιασε να μελοποιήσει ένα ποιητή που γράφει για τους ναυτικούς και την καθημερινή ζωή τους;> Εδώ λοιπόν υπήρχαν η μη κατανόηση του τι πραγματικά έγινε όπως αποδείχθη εκ των υστέρων, αλλά και το γεγονός ότι επί 30-35 χρόνια η επίσημη κριτική, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θεωρούσε τον Καββαδία αστείο ποιητή ημερολογίου ή ποιητή της ναυτοσύνης και της καθημερινότητας των ναυτικών. Δεν είχαν κατανοήσει -και νιλωθω υπερήφανος, γιατί με τη μελοποίηση τοποθετήθηκε ο Καββαδίας εκεί που του αξίζει- ότι ο Καββαδιας δεν είχε ουσιαστικά καμία σχέση με αυτά.
Ο Καββαδίας δεν είναι ο ποιητής που ασχολείται απλώς με την καθημερινότητα ων ναυτικών. Πρόσχημα είναι η θάλασσα, πρόσχημα το πλοίο, πρόσχημα οι ναυτικοί. Δεν είναι ο ποιητής που ρεαλιστικά περιγράφει. Ο Καββαδίας ξεκινάει από το χώρο ρεαλιστικά, για να λειτουργήσει υπερεαλιστικά. Για παράδειγα, έχει καμία σχέση με τον καρχαρία ο στίχος: <Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία>; Έχει καμία σχέση με τη ναυτοσύνη η αφομοίωση στα ποιήματα του στοιχείων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως της γαλλικής του 19ου και 20ου αιώνα; Ο Σεφέρης το 'πε και οφείλουμε να το επισημάνουμε: ο καλύτερος χειριστής του ελληνικού λόγου είναι ο Νίκος Καββαδίας. Είναι ο ένας από τους δύο που μίλησαν για τον Καββαδία, έστω και στο επίπεδο της τεχνικής του λόγου. Ο Καββαδίας δεν είναι ο Θεόφιλος. Είναι ο Μαγκρίτ. Δεν είναι δηλαδή ο ζωγράφος μιας λεπτομέρειας της καθημερινότητας αλλά ο ζωγράφος της ανατροπής. Πστεύω ότι συνέβαλα στο να αποκαλυφθεί αυτό. Ο Καββαδίας θα μπορούσε επίσης να περιγραφεί σαν ο μοναχικός τύπος με το σακάκι στον ώμο, που προσπαθεί να σε βγάλει από τη μίζερη καθημερινότητα. Και αυτό είναι η αιτία και μια πρώτη εξήγηση γιατι η δουλειά μου, πέρα από την γενιά με την οποία μαζί μεγαλώσαμε, περασε στην αμέσως επόμενη, τους σημερινούς σαραντάριδες , και ήδη περνάει σους εικοσάριδες με την ίδια ένταση. Περνάει δηλαδή στην τρίτη συνεχόμενη γενιά. Ανήκει επομένως ανεπιφύλακτα στο χώρο της διαχρονίας του ελληνικού τραγουδιού"
Πηγή: Αυθεντικό αντίγραφο της τελευταίας έκδοσης του δίσκου "Σταυρός του Νότου - Γραμμές των οριζόντων".