Μια φανταστική νυχτερινή κουβέντα στην καμπίνα του ασυρματιστή με τον Νίκο Καββαδία

Νίκο, από όλες τις γυναίκες που συνάντησες στα λιμάνια είναι καμιά που να τη θυμάσαι ιδιαίτερα?

- Οχι, οι περισσότερες δεν είχαν το καρχηδόνιο επίχρισμα, ένα επίχρισμα που υπάρχει πάντα μέσα στον γυναικείο κόλπο…Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μΆ ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πως να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Είναι πολύ ερεθιστική. Οι πόρνες δεν έχουν αυτό το επίχρισμα, σπάνια το έχουν. Από την πολλή χρήση, δεν έχουν. Σπάνια να ΅χουνε αυτές την “άγια σκουριά”, που λέω. Κάτι σαν αυτή την κόκκινη, πυρόχρωμη, σκουριά των λατομείων, που τη φορτώναμε στα καράβια από το Στρατόνι, τη γερακινή κλπ. Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς.

Ο Καββαδίας μένει για λίγο τώρα αφηρημένος, για λίγο απόμακρος και κοιτάει στο μπράτσο του ένα τατουάζ, μια γοργόνα. Μια γοργόνα μπλέ και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Οταν τεντώνει το χέρι και ανοιγοκλείνει την παλάμη, αυτή χορεύει έναν υποβλητικό χορό της κοιλιάς.

- Αυτή δε θα μέ αφήσει ποτέ. ΜΆ αυτή θα πάω. Δε θα με προδώσει. Τώρα αυτή είναι σαράντα χρονών κορίτσι. Μου την έφτιαξαν στο Χονγκ-Κονγκ, εκεί πέρα νομίζω, τόσα χρόνια που να θυμάμαι. Μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω, κοιτάζω τη χορεύτρια με αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται!…νομίζω πως πηδάει στη θάλασσα και κάνει έρωτα μέσα στο νερό….βιάζομαι να ξημερώσει να δω πως είναι ακόμα πάνω στο μπράτσο μου.

Εχεις κι αλλού στάμπες?

-Μα δεν υπάρχει και μέρος που να μην έχω, τι να σου πρωτοδείξω? Οταν πεθάνω θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μην σαπίσουν. Να γίνουν αμπαζούρ να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων…

Τα λέει αυτά και λαμποκοπά ολόκληρος, βρίσκεται στο στοιχείο του ο θαλασσινός Σεβάχ, ο παραμυθάς.

Εκτός από την ποιητικη συλλογή που θα τυπώσεις προετοιμάζεις και τίποτα άλλο?

- Οχι, όλα αυτά τα χρόνια έχω μόνο τα δώδεκα ποιήματα που θα βγάλω. Δεν μπορώ να γράψω. Οσο ήμουν νέος, στα φορτηγά, μπορούσα. Τώρα δεν μπορώ, βασανίζομαι. Βασανίζομαι και με τα μηχανήματα του ασυρμάτου. Βουίζουν? Δεν βουίζουν? Δίνουνkavadias3.jpg ήχο καλό? Δεν δίνουν?

Με ρωτάς γιατί δεν γράφω πια ποίηση. Με ρωτούν κι άλλοι. Δεν το ΅χω πει σε κανένα μα τώρα θα το πω. Το 1957 η θάλασσα πήρε τον αδερφό μου. Δεν του ΅γραψα ούτε στίχο. Ηταν ο πιο χαρούμενος, ο πιο καλωσυνάτος άνθρωπος στον κόσμο. Αφού δεν έγραψα για αυτή την αγάπη, τι να γράψω?

Για το θάνατο τι σκέφτεσαι Νίκο?

- Ω, το μόνο πράγμα που δε με ενδιαφέρει καθόλου. Ενα αυγό μελάτο!…

Και τον κόσμο, πως τον βλέπεις τον κόσμο?

- Ανάποδα…

Ο Σεφέρης έχω ακούσει, ήταν φίλος σου.

- Ηταν δικός μου, μα δεν ξερω αν ήμουν κι εγώ δικός του. Τον εξενεύριζα συχνά. Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τον κόσμο. Μια μέρα, στη Βηρυττό που ήταν πρεσβευτής και εγώ είχα ξεμπαρκάρει, θα πήγαινε στην εκκλησία για κάποια από τις εθνικές μας γιορτές. “Ασε με να σε πάω εγώ”, του λέω. Και τον πήγα από ένα δρόμο που ήταν πήχτρα οι ελληνικές σημαίες απο ΅δω και από ΅κει. “Εδώ είναι Ελλάδα” μου λεει, “δεν τον ήξερα αυτο το δρόμο!”. “Εδώ είναι τα ελληνικά μπορντέλα”, του λέω…Θύμωσε: “Κύριε”, μου λέει, “ή εσείς θα κατεβείτε απΆ το αμάξι, ή εγώ”. Κατέβηκα.

Τον εαυτό σου τον εκτιμούσες?

-Εγώ ήμουν άσκημος, κοντός, το κόμπλεξ αυτό του κοντού το είχα από πάντα. Ποιός ξέρει, μπορεί, αν ήμουν ψηλότερος, να έγραφα και υψηλότερα ποιήματα…Μια φορά, μια κυρία που έιχε διαβάσει ποιήματα μου ή της είχαν μιλήσει για μένα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου που ταξίδευε, με πλησίασε. Με κοίταξε, αλλά προφανώς δεν της καλοφάνηκα ότι εγώ μπορεί να ΅μαι ο Καββαδίας, και με ρώτησε: “Εναν ποιητή Καββαδία, ασυρματιστή, ξέρετε αν δουλεύει εδώ?”. “Δουλευει, πως…”. “Και πως μπορώ να τον δώ?”. “Δεν ξέρω, ρωτήστε και θα σας πούνε” “Μα ρώτησα κάποιον και μου έδειξε εσάς. Τον έχετε τίποτα αυτόν τον Καββαδία?”. “Ναι, χεσμένον…”

Να με πάρει ο διάολος και να με σηκώσει…Γιατί κατέβηκα πάλι χωρίς λόγο στους αντίποδες?…Η Σαλάγια στο Κολόμπο έχει πεθάνει. Πνίγηκε – λέει – στη μεγάλη βροχή. Πόσα πλήρωσα να το μάθω…Τούτη, η καινούργια, ένα κορίτσι άσχημο από την φυλή των Ταμίλ δεν έχει στόμα…Να γινόταν κάτι καινούργιο. Μιαν αμαρτία που να μη λέγεται, που να μην έχει συχώριο…Πόσα ταξιδια θα κάνω ακόμα εδώ κατω?…Θέλω να ταξιδέψω στο Βορρά. Θυμάμαι εκείνο το ξενοδοχείο στο Μπέργκεν, όταν ήμουνα δεκαεννιά χρονώ. Το κορίτσι που μου ΅στρωσε το κρεββάτι. Η ξανθή Χούλδη…Γιατί μπερδεύονται γυναίκες και μας χαλάν όλαν τα παραμύθια? Οχι, μας τα φτιάχνουνε οι άτιμες….