Η ΣΙΦΝΟΣ ΤΟΥ 1964
«Ξύπνα, φτάνει πια ο ύπνος' ξύπνα και σήκω να ιδείς» προέτρεπα φορτικά τη σύζυγο μου Νένα, να σταματήσει την αγαπημένη της 'έξη του παρατεταμένου ύπνου και να σηκωθεί και να κοιτάζει ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα διάπλατα.
Έχοντας την συνήθεια να 'μαι κάπως πρωινός, είχα μαντέψει πίσω από τις χαραμάδες πώς ένας, κάτι παραπάνω από εκτυφλωτικός, ήλιος έστελνε λαμπερό φως στο σκοτεινό δωμάτιο δια μέσου κενών της ατελούς εφαρμογής των κουφωμάτων, τα όποια φαίνονταν να χάσκουν πιο πολύ από τη λάμψη, και πού μάντευες την ένταση του. Είχα τολμήσει δειλά, για να μην την ενοχλήσω, ένα μισάνοιγα αναγνωρίσεως.
Αργά το βράδυ της προηγουμένης είχαμε φτάσει σ' ένα κάποιο λιμάνι - το Καμάρες δεν έλεγε για εμάς τίποτα - της Σίφνου, μετά από ταξίδι οκτώμισι ωρών, με ένα από τα τότε «εκμοντερνισμένα» παλιά πλοία του Τυπάλδου, στα όποια, σε ορισμένα σημεία τους διασώζετο ή πριν από την φορμάικα αρχοντιά του 1910, βρισκόσουν δίχως να το καταλάβεις σε μία ταλαντευόμενη από τα κύματα βάρκα, όπως το πλοίο παρέμενε άροδο, πού σε αποβίβαζε στο μικρό μώλο και πού δίχως καμία δικιά σου φροντίδα έβρισκες ως δια μαγείας τις αποσκευές στο καφενείο του Καμπουράκη, του Σίμου, του Μπουλή. «Ένας δυνατός σε βατ λαμπτήρας φώτιζε για λίγο από μία μικρή γεννήτρια το, ας το πούμε, λιμάνι με τα γύρω ελάχιστα σπίτια και τα τρία-τέσσερα καφενεία, μαγαζί άλλο δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως τελωνείο! (Με τον αγαπητό Γιώργο Σηφαλάκη, τελώνη, πού έδινε τον κρητικό τόνο πολιτισμού). Λίγο μετά απλωνόταν το σκοτάδι, και από εκεί και πέρα μία διαδρομή μέσα στη νύχτα, στο άγνωστο, μέσα στο μικρό, χαμηλοτάβανο, με δείγμα φωτισμού λεωφορείο, πήχτρα από επιβάτες και μπαγκάζια πού αγκομαχούσε και ταλαντεύονταν πάνω στο χωματόδρομο κι ήταν σαν να συνέχιζες το σκαμπανέβασμα του ταξιδιού' κι εγώ όρθιος είχα πάρει το σχήμα ενός λάμδα. Όμως το αντίτιμο της αναπάντεχης μικρής περιπέτειας εισέβαλλε πλουσιοπάροχο νυχτιάτικα από τα ανοιχτά παράθυρα του σαράβαλου. Ο βραδινός ζεστός χέρας κατέβαζε ένα μείγμα αρωμάτων της γης' θυμαριού, φασκομηλιάς, ρίγανης κι άλλων βοτάνων ή λουλουδιών, πού σου 'διναν ζωή.
Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε πώς ή δεύτερη πράξη του ταξιδιού έπαιρνε τέλος, καθώς φάνηκαν κάποια αμυδρά φώτα, κι ότι φτάναμε στον προορισμό χωρίς άλλη ένδειξη ή προσανατολισμό για το τι μας περίμενε.
— Σήκω, ξύπνα.
Βίαιο πιτσίλισμα του εκρηκτικού φωτός με πήρε κατάμουτρα και με τύφλωσε καθώς ορθάνοιχτη ή μπαλκονόπορτα το άφηνε να εισβάλλει. Τίποτα δεν μπόρεσα να διακρίνω για κάποιες στιγμές. Αυτό πού έκανα αυθόρμητα ήταν να μισοκλείσω τα μάτια και να στραφώ προς τα μέσα, να την ξεσηκώσω να μην χάσει τη μοναδική εικόνα, μοναδικής και θείας στιγμής, μοναδικού κάλλους.
Μετά από λίγα λεπτά άρχισα κάτι να ξεχωρίζω. Προς τα κάτω, πιο χαμηλά, μετά από χωράφια, μία λευκή κηλίδα σαν σύνολο σπιτιών διέκρινα ένα μικρό χωριό: το κάτω Πετάλι, πού λίγα χρόνια μετά θα δενόμασταν οι τρεις μας, μαζί έως σήμερα. Και ή απόκτηση του μικρού σπιτιού έμελλε να προσθέσει και να μας χαρίσει τόσες, όχι λίγες, καλές στιγμές. Πιο πέρα διέκρινα τον τρούλο και την ωραία κοψιά μιας εκκλησιάς, τον Χρυσόστομο, πνευματικό φυτώριο και σχολειό πολλών επιφανών πλάι του ένας ξεμαλλιασμένος, ανεμοδαρμένος γεροφοίνικας πού φαίνονταν πώς σε λίγα χρόνια θα παρέδιδε την ύπαρξη του στην Ιστορία. Πιο πέρα, πέρα μακριά το Αιγαίο, μία θάλασσα πού λαμπύριζε εκτυφλωτικά τόσο πού να ‘χανες την αίσθηση τού υγρού στοιχείου φάνταζε σαν λευκόχρυσο χωράφι. Πίσω, ακόμα πιο πέρα, διαγράφετο η κομψότητα της Αντιπάρου και της Πάρου, και κάτι πιο πάνω ο λαμπρός ήλιος του καλοκαιριού σ' όλη του τη δόξα, πού διέλυε όγκους και χρωματισμούς. Ένα δωδεκάωρο αργότερα ή λευκή κηλίδα του Κάτω Πεταλιού κι ή μικρότερη του Χρυσόστομου χρύσιζαν και στη συνέχεια θα παραδίδονταν στην καραμελιά απόχρωση. Ποτέ δεν τόλμησα να ζωγραφίσω τη στιγμή...
Ήταν Ιούλιος τού 1964. Τότε πού δεν υπήρχαν τα «Κλά» (κλαμπ) παρά μόνο τα καφενεία τού Κορακή, τού Λάκη, τού Πίπη, όπου ο Γιάννης ό Διαρεμές ανέπτυσσε τις ιδιότυπες φιλοβασιλικές του απόψεις και τα περί διαδοχής τού θρόνου. Ό νεολογισμός «ρεντρούμης» δεν είχε καταχωρηθεί στο λεξιλόγιο. Ήταν ή Σίφνος του 1964.